Σάββατο 26 Απριλίου 2014

συγγραφικα δικαιωματα

Τα συγγραφικά δικαιώματα του παρόντος ιστολογίου ανήκουν στον Δημητρη Γ. Βαγενα  Σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τη διεθνή σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975, απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΗΝ ΒΡΕΙΤΕ



Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΗΝ ΒΡΕΙΤΕ

ΜΕΡΟΣ Α

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

  Όσο και αν έστυβα το μυαλό μου , ούτε μια λέξη δεν έβγαινε στην λευκή κόλλα μπροστα μου.
 Μετά από δυο χρόνια αδιάκοπης συγγραφικής παραγωγικότητας – έξι βιβλία , τα τέσσερα best seller – ειχε φτάσει η ώρα που φοβόμουν. Παντελής έλλειψη έμπνευσης. Ούτε την πρώτη λέξη της πρώτης πρότασης. Ναι, είχα ξεκινήσει καμιά εικοσαριά φορές , για να την σβήσω και καπάκι να ξεκινήσω με άλλη λέξη, που όμως δεν ειχε την παραμικρή συνέχεια.
  Το πρόσφατο συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο , μιλούσε για τρία βιβλία τον χρόνο, ένα κάθε τέσσερις μήνες και οι δυο πρώτοι είχαν περάσει , χωρίς να έχω βρει, ούτε το θέμα του επομένου βιβλίου.
  Η προκαταβολή μεγάλη και ο έκδοτης μου περίμενε πολύ περισσότερες πωλήσεις , μιας και τα δυο πρώτα μου και καλοπουλημένα στην Ελλάδα βιβλία , ήδη μεταφραζόντουσαν σε πέντε  γλώσσες. Αγγλικά , αραβικά, ιταλικά , βουλγάρικα και σουηδικά , έχοντας κάνει τον Γιάννη – τον έκδοτη – πάμπλουτο.
  Όμως τωρα που είχα εξαντλήσει τα θέματα μου , θα έπρεπε να του γυρίσω πίσω την προκαταβολή;; και πως θα πλήρωνα την ζημιά , που θα του έκανα ;; πόσα δικαστήρια , θα μου εκανε , προσπαθώντας να μου πάρει τα πάντα;;
  Έπρεπε να βρω μια λύση και γρήγορα.
  Μια βόλτα μέχρι το περίπτερο της γειτονιάς, στις  έντεκα και μισή το βράδυ , για τσιγάρα και κάνα σνακ , θα βοηθούσε να καθαρίσει λίγο το κεφάλι μου. Ο κρύος αέρας των αρχών του νοέμβρη , μου έδιωξε την ομίχλη από τις σκέψεις μου . τα κρεμασμένα περιοδικά στα μανταλάκια του περιπτέρου , άλλες φορές θα ήταν με τα άθλια κουτσομπολίστικα εξώφυλλα τους , έμπνευση για μια ακόμα αστυνομική περιπέτεια , σαν αυτές , που με είχαν κάνει διάσημο και πλούσιο. Μόνο που τωρα , μου φαίνονταν ανούσια και τετριμμένα.
  Ανταλλάξαμε με τον Βασίλη , τον περιπτερά , λίγα τυπικά λόγια , με κέρασε και ένα ποτηράκι METAXA 5 αστέρων , ισα για να ζεσταθεί , η ψύχη μου , όπως μου είπε γελώντας.
  Καληνύχτισα και παίρνοντας το δρομο της επιστροφής στο σπιτι, αποφάσισα για πιο γρήγορα , να περάσω μεσα από το μικρό παρκάκι , αντί να πάω γύρω γύρω.
  Αν δεν μου μιλούσε , ούτε που θα την έβλεπα , μεσα στο σκοτάδι. Οι λάμπες του μικρού πάρκου , είχαν τινάξει τα πέταλα προ πολλού , αλλά λογω της οικονομικής κρίσης , ο δήμος δεν τις ειχε αντικαταστάσει. Προτεραιότητα  είχαν οι αντίστοιχες των δρόμων.
 « Κύριε Θεοδώρου , κύριε Θεοδώρου» σχεδόν μουρμούρισε , όπως περνούσα μπροστα της , κάνοντας με να πεταχτώ ,ξαφνιασμένος.
  «Συγγνώμη αν σας τρόμαξα», συνέχισε με μια υποψία γέλιου στην  φωνή της.
  «Παρακαλώ, δεν με τρομάξατε , απλώς δεν σας είχα δει , μεσα στο σκοτάδι και με ξαφνιάσατε τρόπον τινά.  Πως ξέρετε το όνομα μου;;»
Της απάντησα , ντροπιασμένος για την εντύπωση , που της δημιούργησα.
  Στο λιγοστό φως , διέκρινα ένα κατάλευκο πρόσωπο , κάτω από ξανθά μαλλιά, τονισμένα ζυγωματικά και δυο γεμάτα ζουμερά χείλια. Μικροκαμωμένη , διπλωμένη σε ένα μαύρο παλτό , ή έτσι μου φάνηκε όταν σηκώθηκε.
  «Φανατική θαυμάστρια σας , κύριε Παύλο. Μένω στην γειτονιά , αλλά ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να σας μιλήσω. Έχουμε συναντηθεί πάμπολλες φορές στον φούρνο και στο σουπερ μάρκετ, αλλά φαίνεται ότι ποτε δεν με προσέξατε». Γέλασε δυνατά με ένα βραχνό , απίστευτα θηλυκό γέλιο.
  Όσο συζητούσαμε , χωρίς να το σχεδιάσουμε, είχαμε ήδη βγει στο δρομο , σε απόσταση λίγων βημάτων από την είσοδο της πολυκατοικίας μου. Πλέον στο φως της λάμπας , της κολώνας δίπλα μας, μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της και τα πράσινα;; μάτια της. Ήταν πανέμορφη , σαν αγγελούδι.
  «Λοιπον, σε τι θα μπορούσα να σας φάνω χρήσιμος, δεσποινίς ….;;», προσπάθησα να εκμαιεύσω το όνομα της, « ένα αυτόγραφο ίσως;;»
 « Πρέπει να σας μιλήσω και να σας δείξω κάτι. Μήπως θα μπορούσαμε να πάμε κάπου ήσυχα ;; δεν θα σας καθυστερήσω πολύ , σας το υπόσχομαι . Ξέρω άλλωστε από τις συνεντεύξεις σας ότι πάντα γράφετε νύχτα , μετά τα μεσάνυχτα». Με ρώτησε με κάποια αμηχανία.
  «Θα σας έλεγα να ανεβείτε στο διαμέρισμα μου , αλλά δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ. Σας διαβεβαιώ θα είμαι σωστος τζέντλεμαν και άλλωστε, εκεί θα έχουμε την ησυχία μας, αν θεωρείτε τοσο σημαντικό , αυτό που έχετε να μου πείτε». Πρότεινα , χωρίς να διατηρώ την παραμικρή ελπίδα ότι θα δεχόταν. Δεν έδειχνε για τέτοιος τύπος κοπέλας.
  Το «εντάξει» της , μου απέδειξε για άλλη μια φορά , πόσο λάθος έκρινα τους ανθρώπους . Ο ίδιος και απαράλλακτος , εύπιστος και καλοπροαίρετος  Παύλος Θεόδωρου .
  Μπήκαμε στο διαμέρισμα μου , που ευτυχώς νωρίτερα το απόγευμα η κυρά Βάσω ειχε καθαρίσει και συγυρίσει.
  Καθίσαμε στο παλιό δερμάτινο σαλόνι , εγώ στην πολυθρόνα και αυτή στον καναπέ. Της πρότεινα να βγάλει το παλτό της, μιας και η κεντρική θέρμανση , ακόμα αναμμένη , κρατούσε το σπιτι αρκετα ζεστό. Όταν έμεινε χωρίς το παλτό με μια απλή Μίντι φούστα και ένα εφαρμοστό πουλόβερ, δεν μπόρεσα να μην θαυμάσω τις τέλειες αναλογίες της. Το κορίτσι ήταν αστέρι .
 Μπήκε στο θέμα , χωρίς πολλά πολλά . ειχε γράψει ένα αστυνομικό θρίλερ και ήθελε την γνώμη μου. Ήξερε ότι ήμουν πολύ απασχολημένος με τα δικά μου , αλλά, «σας παρακαλώ κύριε Θεόδωρου , αν υπάρχει κάποιος ,που μετρά η γνώμη του, για μένα, είσαστε εσείς». Τελείωσε τη ‘παράκληση’ της.
  Θα’ θελα να ήξερα ποιος από όλους εσάς εκεί έξω τους ‘σκληρούς’ άνδρες , θα αρνιόταν οτιδήποτε σε αυτόν τον άγγελο. Μόνο και μόνο που θα την ξανάβλεπα και θα μιλούσα πάλι μαζι της , όποτε ήθελα , άξιζε τον κόπο , να διαβάσω το , σίγουρα , βαρετό βιβλίο της,
  Το ειχε μαζι της σε στικ, αν δεν ήξερα πώς να το δω στο πι σι μου , θα μου έδειχνε. Την διαβεβαίωσα , ότι τα βασικά της σημερινής τεχνολογίας , παρά το προχωρημένο της ηλικίας μου ,τα κατείχα.
 Χαμογέλασε , θεωρώντας αστεία την αναφορά στην ηλικία μου.
« Έλατε καλέ κύριε Παύλο, ξέρω ότι είστε μόνο 42 χρόνων, πολύ νέος για να συζητάτε για προχωρημένες ηλικίες, με πειράζετε έτσι δεν είναι;;» με ρώτησε γελώντας πάλι με εκείνο το βραχνό και τοσο σέξι γέλιο της.
 Χωρίς να το θελω , γέλασα και εγώ , ενώ συναινούσα , ότι την πείραζα  βέβαια , τι άλλο;;. Της πρότεινα να πιει κάτι και αν θέλει να συζητήσουμε για το βιβλίο της.  Σηκώθηκε , πήρε το παλτό της και φεύγοντας στην πορτα , μου ζήτησε ένα χαρτί και στυλό , να γράψει το τηλέφωνο μου. Της έδωσα και εγώ τον αριθμό του κινητού μου, αποθηκεύοντας και το δικό της στις επαφές. Τότε έμαθα και το όνομα της, Ελένη Χαλκιοπούλου.
  « Πότε να σας ενοχλήσω;;» με ρώτησε στο κατώφλι του ασανσέρ, που την είχα συνοδέψει.
«Θα σας πάρω εγώ , μόλις το μελετήσω αγαπητή μου» την βεβαίωσα. Έγειρε ξαφνικά ,με φίλησε στο μάγουλο και μπήκε στο ασανσέρ .Εμεινα να την κοιτώ σαν χαζός , μέχρι που έκλεισε η πορτα και έφυγε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

 Κάνα δυο μέρες , ξέχασα το μικρό μαύρο στικάκι πάνω στο γραφειο μου. Μια παρουσίαση και μια συνέντευξη για κάποιο ξένο περιοδικό , μου απορρόφησαν όλο μου τον χρόνο. Στην επιστροφή μου από την Θεσσαλονίκη , όπου έγινε η παρουσίαση και δόθηκε η συνέντευξη, πίνοντας ένα μπράντι , για να ηρεμήσω από το ταξίδι και να πέσω για ύπνο, το είδα και σκέφτηκα , να ρίξω μια σύντομη ματιά , προτού πάω στο κρεβάτι.
  Ενώ είχα σκοπό να του ρίξω μια σύντομη ματιά , όταν ξανακοίταξα το ρόλοι είχαν περάσει 6 ώρες και κόντευε να ξημερώσει . Με ειχε τοσο απορροφήσει το θεϊκό γράψιμο της μικρής. Τι πλοκή;; τι ευρηματικές ανατροπές;; τι υπέροχοι χαρακτήρες;; και η χρήση της γλώσσας;; σαν να ξαναμάθαινα τα ελληνικά από την αρχη. Αυτό ήταν ανώτερο και από το καλύτερο best seller μου.
  Μα τι λέω ;; καλύτερο από ότι είχα διαβάσει στην παγκόσμια αστυνομική λογοτεχνία. Τίποτε στο γράψιμο της δεν θύμιζε άλλον συγγραφέα. Ήταν αυθεντική και μοναδική. Άραγε το ήξερε;;
  Γύρω στις έξι και μισή τα ξημερώματα , είχα τελειώσει το βιβλίο της και ανυπομονούσα να την πάρω τηλέφωνο και να την ξαναδώ. Είχα τόσα να της πω.
  Τσακισμένος από το ξενύχτι και το μπουκάλι το πιοτό , που είχα αδειάσει , κοιμήθηκα στον καναπέ του σαλονιού με το κινητό στο χερι. Ειχε φτάσει δυο το μεσημέρι όταν πετάχτηκα , πιασμένος και με το στόμα μου πικρό σαν να είχα πιει δηλητήριο . Το κινητό μου ειχε πέσει στο πάτωμα και το πρώτο πράγμα που έκανα , ήταν να την πάρω τηλέφωνο.
  Δυστυχώς δεν απάντησε και αναγκάστηκα να της αφήσω μήνυμα στον τηλεφωνητή , «δεσποινίς Χαλκιοπούλου , καλημέρα. Ο Θεόδωρου , ο συγγραφέας είμαι. Πάρτε με τηλέφωνο , μόλις μπορέσετε να μιλήσουμε γα το βιβλίο σας».
 Ειχε φτάσει δέκα το βράδυ , όταν τελειώνοντας το δείπνο μου ,μια ψευτομακαρονάδα , που είχα φτιάξει για βραδινό , χτύπησε το κινητό μου. Στην οθόνη με μεγάλα ευκρινή γράμματα το όνομα της. με πραγματική λαχτάρα απάντησα. «ναι;;» «κύριε Θεόδωρου , είσαστε καλά;; η Ελένη η Χαλκιοπούλου είμαι», άκουσα την φωνή της. « αα Ελένη , ποτε θα βρεθούμε να μιλήσουμε για το βιβλίο σου;;» μπήκα κατευθείαν στο θέμα. «σας άρεσε λοιπον;;» άκουσα να με ερωτάει με προσμονή.
 « θα προτιμούσα να σας τα πω από κοντά, αν δεν σας πειράζει», επέμενα.
 «Μπορώ να έρθω αύριο από το σπιτι σας τότε . ποια ώρα σας βολεύει;;» μου απάντησε.
 «Έλατε το μεσημέρι γύρω στις δυο για φαγητό  ,για να έχουμε όλο τον χρόνο να τα πούμε», πρότεινα.
  «Εντάξει κύριε Παύλο , θα είμαι εκεί κατά τις δυο. Θα σας φέρω και ένα κρασί να πιούμε , τι χρώμα να προτιμήσω;;»
 «Κόκκινο κατά προτίμηση , κρέας κοκκινιστό θα φτιάξω , η σπεσιαλιτέ μου», της είπα με χαρά.
  «Εντάξει τότε τα λέμε αύριο, καληνύχτα σας» την καληνύχτισα και εγώ .Μετά πήγα να δω λίγο τηλεόραση στο σαλόνι , προτού πάω για ύπνο , περιμένοντας , πως και πώς να περάσει ο χρόνος , μέχρι να την ξαναδώ. «Γαμώτο», σκέφτηκα , « σαν ερωτευμένο μαθητούδι κάνω».
  Όμως κοιμήθηκα με ελαφριά την καρδία και ξύπνησα με πολύ καλή διάθεση στις επτά. Πλύθηκα και ξυρίστηκα , προτού βγω να ψωνίσω τα υλικά για το σουπερ κοκκινιστό μου. Προτίμησα πέννες για ζυμαρικά , φρέσκες ντομάτες , κρεμμύδια και σκόρδο για την σάλτσα, αλλά και για την σαλάτα μαζι με ένα αγγούρι, ελαιόλαδο από το χωριό , βασιλικό και δυόσμο και το καλύτερο φιλέτο μοσχαριού που βρήκα στον κυρ Θανάση τον κρεοπώλη της γειτονίας. Τυρί φέτα άλλα και μια υπέροχη κεφαλογραβιέρα , που θα την έτριβα και στις πέννες. Από το ζαχαροπλαστείο , πηρά ένα κιλό ολόφρεσκα εκλέρ. Φανταστικά τα έφτιαχνε ο τύπος. Μόλις το δάγκωνες, έλειωνε στο στόμα σου . μμμμμμμμμμμ.
 Δυο παρά τέταρτο ήμουν έτοιμος , με το τραπέζι στρωμένο , με τα πιο καλά μου σερβίτσια και με τα πανάκριβα επίχρυσα μαχαιροπήρουνα , που είχα αγοράσει με τα λεφτά που έβγαλα από το πρώτο μου best seller , μαζι με την BMW Z4.
  Δυο παρά πέντε , χτύπησε το θυροτηλέφωνο της κάτω πορτας. Ήταν αυτή. Σε δυο λεπτά κρατώντας ένα ακριβό γαλλικό κρασί στα χέρια  , ένα bordeaux red chateau destieux saint emilion grand cru 1997  , αξίας το λιγότερο 75 ευρώ και φορώντας ένα κομψό ταγέρ με ασορτί παλτό , έβγαινε από το ασανσέρ, με ένα τεράστιο χαμόγελο, σαν με αντίκρισε στην πορτα του διαμερίσματος μου.
  Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών ,φιλώντας με στο μάγουλο ενώ μου παρέδιδε το μπουκάλι με το κρασί. Το έβαλα στο τραπέζι και της πήρα το παλτό , να το κρεμάσω στον καλόγηρο , πίσω από την πορτα. Ανέδιδε ένα θεσπέσιο άρωμα , που με συνεπήρε. Παραλίγο να την αγκαλιάσω και να την φιλήσω. «Σύνερθε , Θεόδωρου», είπα μεσα μου, «το κορίτσι εχει τα μισά και βάλε ,χρόνια σου».
 Της ζήτησα να καθίσει στο τραπέζι , όταν προσφέρθηκε να βοηθήσει. Σε δυο λεπτά όλα ήταν στο τραπέζι , η σαλάτα , κλασσική χωριάτικη , τα πιάτα με το φαγητό και τα ποτήρια , γεμισμένα με το κόκκινο κρασί , που ειχε φέρει. Συζητώντας διάφορα καθ’ όλη την διάρκεια του γεύματος , μπόρεσα να μάθω λίγα ,για αυτήν και την οικογενειακή της κατάσταση.
«Ώστε ζεις με την αδελφή σου , μόνες σας , μετά τον θάνατο της μητέρας σας . Ο μπαμπάς σου, σας εγκατέλειψε πολλά χρόνια πριν και η μητέρα σου σας μεγάλωσε μονή της. πρέπει να ήταν σπουδαία γυναικά. Σπουδάζεις λοιπον , στο Μετσόβιο , τοπογράφος και η αδελφή σου πολίτικος μηχανικός. Μάλλον σας βλέπω να έχετε δική σας τεχνική εταιρεία , πριν κλείσετε τα τριάντα σας», αστειεύτηκα.
 «Εντάξει κύριε Παύλο» αρχισε να λέει , «Παύλος καλή μου σκέτο , σε παρακαλώ», την διέκοψα.
  «Εντάξει λοιπον …Παύλο , αν και σας…εεε σε σέβομαι πάρα πολύ , για να σου μιλώ στον ενικό. Αρκετα είπαμε για μένα , τωρα πες μου και τα δικά σου. Παντρεύτηκες από ότι ξέρω , νέος και χώρισες πολύ γρήγορα, παιδιά δεν έχεις και τώρα ξέρω ότι δεν έχεις ούτε σκυλιά», γέλασε με το αστείο της και το ίδιο και εγώ.
« Λίγα έχουν γίνει γνωστά για το παρελθόν σου, πριν γίνεις γνωστός σαν συγγραφέας τα τελευταία δυο χρόνια. Λοιπόν Παύλο Θεοδώρου, ποιος ήσουν πριν από τα σαράντα σου;;» συνέχισε.
  «Τίποτα το σπουδαίο. Δούλευα σαν πωλητής , επίπλων, αυτοκίνητων , ηλεκτρικών συσκευών και ότι άλλο φανταστείς , προσπαθώντας να κερδίσω το ψωμί μου. Με την Μαρία , την πρώην γυναίκα μου γνωριζόμαστε και είχαμε δεσμό από το λύκειο. Μόλις γύρισα από τον στρατό παντρευτήκαμε , μετά από 8 χρόνια σχέσης. Χωρίσαμε σε δυο χρόνια , προτού σκοτώσει ο ένας τον άλλον». Την είδα να χαμόγελα και συνέχισα, «  από τότε οι σχέσεις μου είναι εφήμερες , χωρίς κάποια να ξεχωρίζει από τις άλλες. Ειδικά από τότε που έγινα διάσημος , πλέον οι σχέσεις είναι καθαρά σεξουαλικές. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ τα αισθήματα μου και έτσι τα έχω εξορίσει». Γέλασα και στράφηκα προς το μέρος της. Η ματιά της ειχε τόση γλύκα , που με εκανε να λιώνω.
  « λοιπον» , είπα ξεροβήχοντας για να καθαρίσει η φωνή μου, «ας έρθουμε στο θέμα μας , που είναι το βιβλίο , που μου εμπιστεύτηκες. Βέβαια δεν είμαι εκδότης , για να σου πω ότι θα κυκλοφορήσει , αλλά σαν συνάδελφος..» , αλήθεια το λέτε αυτό;;» με διέκοψε , «ποιο;;» αναρωτήθηκα, «το συνάδελφος λέω» , διευκρίνισε και σαν να μου φάνηκε να βουρκώνει , αλλά συνέχισα , «έχεις γράψει ένα θαυμάσιο βιβλίο Ελένη, φανταστικό θα έλεγα , που πραγματικά ζηλεύω , γιατί δεν είναι δικό μου. Σου υπόσχομαι ότι από αύριο θα κάνω ότι μπορώ να πείσω τον έκδοτη μου να το αναλάβει. Είμαι σίγουρος , ότι μόλις το διαβάσει θα ενθουσιαστεί , όπως και εγώ».
  Σηκώθηκε , ήρθε δίπλα μου και περνώντας τα χέρια της γύρω μου με έπνιξε στα φιλιά . Ξαφνικά βρεθήκαμε να φιλιόμαστε στο στόμα ενώ ειχε κάτσει στα ποδια μου και την κρατούσα στην αγκαλιά μου.  Το ταγιέρ της γρήγορα βρέθηκε πετάμενο στην πολυθρόνα και τα εσώρουχα της ακολούθησαν. Την είχα πλέον γυμνή στα χέρια μου και σηκώνοντας την, την πήγα στην κρεβατοκάμαρα μου. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι απαλά σαν να ήταν μια εύθραυστη κούκλα και άρχισα να βγάζω το πουκάμισο μου. Με τράβηξε κοντά της και με βοήθησε να βγάλω και τα υπόλοιπα ρούχα μου. Βρέθηκα μεσα της σε δευτερόλεπτα , μεσα σε ένα βάζο από μέλι. Τα χείλια της δεν σταμάτησαν να με φιλούν στιγμή και τα χέρια της να με σφίγγουν επάνω της.  Έδειχνε να εχει τοσο ανάγκη από την αγάπη , που θα μπορούσα να της δώσω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

  Ξύπνησα με το πρώτο φως της μέρας να περνά από τις κουρτίνες και  ένα γλυκό βάρος στο στήθος μου , Το βάρος ήταν ένα ξανθό κεφάλι με ένα όμορφο προσωπάκι , ήρεμο στον ύπνο του. «Θεέ μου», σκέφτηκα , «είναι τοσο όμορφη και είναι δικιά μου».
  Παραμέρισα μαλακά το κεφάλι αλλά και το πόδι, που ήταν γύρω από την μέση μου , για να σηκωθώ. Κατάφερα να μην την ξυπνήσω , αν και άφησε έναν αναστεναγμό , όπως σηκωνόμουν.
  Μπήκα κάτω από την ντουζιέρα και πλύθηκα στα γρήγορα. Έγραψα ένα σημείωμα και το έβαλα στο μαξιλάρι δίπλα της,
  « Μωράκι , πάω το στικάκι στον εκδοτικό οίκο. Αν σηκωθείς , έχω γαλλικό καφέ έτοιμο στην κουζίνα. Αν θες κάτι άλλο , υπάρχει ελληνικός ή Νες καφέ στο πρώτο ντουλάπι, τσάι earl grey επίσης. Εκεί θα βρεις, μπρίκι και γκαζάκι. Στο ψυγείο εχει κάτι φανταστικά εκλέρ. Φάε όσα θες. Για σένα τα έχω πάρει. Αν θες περίμενε με να γυρίσω , αλλιώς πες μου ποτε θα ιδωθούμε. Παύλος ΧΧΧΧΧ»
  Ντύθηκα με ένα Τζην και ένα πουκάμισο , κάτω από το δερμάτινο Harley μπουφάν μου. Μπήκα στο Ζ4 και σε είκοσι λεπτά ήμουν στον εκδοτικό οίκο , στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας , στο Παγκράτι.
  Η Άννα , η γραμματέας του εκδότη μου , του Γιάννη , με προειδοποίησε: «εχει τα μπουρίνια του κύριε Παύλο . Αν έχεις καλά νέα για το βιβλίο σου , να περάσεις , αλλιώς κάτσε να πιεις ένα καφέ και μετά εξαφανίσου μην σε δει και βάλει τις φωνές. Δεν εχει σταματήσει να φωνάζει από το πρωί».
  «όχι καλή μου , του φέρνω απίστευτα νέα ,που θα του φτιάξουν την διάθεση, στο υπόσχομαι», αποκρίθηκα και της χαμογέλασα με το πιο γοητευτικό μου χαμογελο.  Σήκωσα ψηλά το στικάκι της μικρής λέγοντας, «βιβλίο , φοβερό και τρομερό του φέρνω».
 Μονό τότε , αφου πείστηκε , τον κάλεσε στην ενδοσυνεννόηση.
« Τι είναι πάλι» ακούστηκε το μουγκρητό του από το μεγάφωνο.
 «συγγνώμη αφεντικό , αλλά ο κύριος Θεοδώρου , είναι εδώ με υπέροχα νέα», του είπε η Άννα. «Ελπίζω αυτός ο τεμπελχανάς , που ζει με τα λεφτά μου , να έστρωσε τον κώλο του κάτω και να μου εχει φέρει μερικές σελίδες».
 «σε ακούω Γιάννη, στριμμένε κακομοίρη», φώναξα πάνω από τον ώμο της Άννας , για να με ακούσει .
  «Περνά μεσα ρε τεμπελχανά» , είπε γελώντας , μιας και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν κάθε φορά που βρισκόμασταν.
 Μπήκα στο γραφειο του και σωριάστηκα στην παλιά μπροκάρ πολυθρόνα.
  Για να επιβάλλεται στον επισκέπτη , κάπου ειχε δει , ή διαβάσει ,ότι έπρεπε να στέκεται ψηλότερα από αυτόν. Με ύψος σκάρτο 1,58 , ο μόνος τρόπος να φάνει ψηλότερος ,ο εκδότης μου, ήταν να πριονίσει τα ποδια της πολυθρόνας του επισκέπτη και να διατηρεί την δικιά του, πίσω από το γραφειο τού σε ειδική βάση , που τον κράταγε 25 με 30 πόντους ψηλότερα .  Όσο και αν ακούγεται υπερβολικό η γελοίο , αν δεν είχες κάτσει στην πριονισμένη πολυθρόνα με τον Γιάννη από πάνω σου , δεν ήξερες τι θα πει κα γκε μπε . «Φτιάξε με  Παυλάκη , κάνε την μέρα μου φωτεινή, σε παρακαλώ, πες μου ότι έγραψες μερικά κεφάλαια», μου κλάφτηκε
 «Κάτι καλύτερο Μπος, σου έχω ολόκληρο βιβλίο , το καλύτερο , που έχεις διαβάσει ποτε , εδώ σε αυτό το στικάκι».
  Ρουθούνισε και το μάτι του γυάλισε μόλις είδε την μικρή συσκευή αποθήκευσης δεδομένων. Ξέχασα , βλέπετε να σας πω , ότι Γιάννης και τεχνολογία έχουν πάρει διαζύγιο , χρόνια τωρα, μάλλον από τότε, που ήρθε στον κόσμο.
  «Πήγαινε στο δωμάτιο με εκείνα τα κωλομηχανήματα και τύπωσε το μου σε ωραίες χάρτινες σελίδες. Δώστο μετά στην Άννα να το βιβλιοδετήσει με σπιράλ και να μου το φέρει να το διαβάσω». Έδωσε την διαταγή με ψυχρή φωνή. Άπαξ και σε διέταζε , έπρεπε να το κάνεις , αλλιώς , μαύρο φίδι , που θα σ’ έτρωγε.
   Βρέθηκα δίπλα στον εκτυπωτή και αφου έβαλα το στικάκι στην κατάλληλη θεση του υπολογιστή , άρχισα την εκτύπωση , μπρος πίσω σε σελίδες Α4.
 Γέμισα την κασετίνα του εκτυπωτή με χαρτί και μετά , πήγα δίπλα στης Άννας το γραφειο , να περιμένω την ολοκλήρωση της εκτύπωσης. «Άννα», ακούστηκε η φωνή του Γιάννη από το ιντερκομ, «πες στον ακαμάτη , διπλή εκτύπωση , θελω και ένα αντίγραφο να κρατήσει αυτός». « Μάλιστα κύριε» , έκλεισε την συνομιλία η Άννα.
 Γύρισα στο δωμάτιο με τον εκτυπωτή και την ώρα που έδινα την εντολή για μια ακόμα εκτύπωση, το κινητό μου χτύπησε. Στην οθόνη το όνομα της Ελένης , με την καρδιά μου να φτερουγίζει.
 «παρακαλώ» είπα με στόμφο, ενώ μεσα μου γελούσα.
 «Παύλο;; η Ελένη είμαι. Σε περιμένω στο σπιτι σου, μαγειρεύοντας και μαζεύοντας τον χθεσινοβραδινό χαμό»  , απάντησε   γελώντας .
« Μωρό μου έρχομαι σε λίγο , σου έχω και καλά νέα, θες να φέρω κάτι;;» ρώτησα.  «Μόνο εσένα γλυκέ μου , Ααααα και λίγο ψωμί.  Ομελέτες φτιάχνω , με ότι υλικά βρήκα στο ψυγείο σου»  ήταν η απάντηση της. 
  Έτρεξα σχεδόν στην Άννα ,παρακαλώντας την να προσέχει τις εκτυπώσεις , γιατί κάτι έτυχε και έπρεπε να φύγω. Την χαιρέτησα στα γρήγορα και σε 15-20 λεπτά είχα φτάσει σπιτι. Μπήκα στο διαμέρισμα για να πέσει στην αγκαλιά μου η Ελένη , φορώντας μόνο ένα παλιό μου T-shirt.
  Την έσφιξα επάνω μου , νοιώθοντας πόσο μου ειχε λείψει και ας είμαστε μαζι λίγες ώρες. Πήγαμε αγκαλιασμένοι με τα χείλια ενωμένα μέχρι την κουζίνα , όπου όλα έλαμπαν και ήταν ταχτοποιημένα.
  «Κάτσε αγάπη μου, σήμερα θα σε περιποιηθώ εγώ», μου είπε με την φωνή της να κρύβει ένα κάρο υποσχέσεις.
  Με έβαλε να κάτσω σε μια από τις καρέκλες της κουζίνας , μπροστα από το μικρό στρογγυλό τραπέζι , όπου συνήθως έτρωγα τόσα χρόνια μόνος μου. Ανοιξε τον φούρνο και έβγαλε δυο μεγάλες ομελέτες και έφερε από το ψυγείο , ένα πιάτο τυριών και δυο κρύες μπύρες. Κατόπιν και για την επομένη μισή ώρα ταΐζαμε ο ένας τον άλλον , μην σταματώντας να φιλιόμαστε. Κάπου εκεί της είπα για το βιβλίο της και ότι το εκτύπωνα για να το διαβάσει ο εκδότης μου. Σίγουρα σε λίγες μέρες θα είχαμε νέα. Ήρθε έκατσε στα γόνατου και γρήγορα ήμουν βαθιά μεσα της κάνοντας της  ένα παθιασμένο έρωτα .
  Πρώτη φορά , όμως δεν με φόβιζε , που τα πράγματα έτρεχαν τοσο γρήγορα. Τελείωσα , φωνάζοντας το όνομα της ενώ την άκουσα να λέει «εισαι ότι καλύτερο , μου έτυχε στην ζωή μου Παύλο Θεοδώρου . σε παρακαλώ μείνε μεσα μου για πάντα». Με δυσκολία σηκωθήκαμε , μαζέψαμε το τραπέζι και αφου κάναμε ένα ντους μαζι , πέσαμε για ύπνο.
  Όταν άνοιξα τα ματιά μου ειχε ήδη σκοτεινιάσει έξω. Η Ελένη ειχε φύγει , έλειπαν και τα ρούχα της. κανένα σημείωμα πουθενά . στο κινητό μου έβγαινε , ότι η συσκευή της  είναι απενεργοποιημένη.
  Δεν ήξερα τι να κάνω. Μέχρι χθες δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλη ήταν η μοναξιά μου , έχοντας συνηθίσει να είμαι βασικά μόνος μου και τωρα σε μια μέρα δεν μπορούσα λεπτό μακριά της,
  Όταν μπήκα στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου , βρήκα το μήνυμα γραμμένο με κραγιόν στον καθρέπτη, «Παύλο μου , πετάγομαι σπιτι να αλλάξω ρούχα και να φορτίσω το κινητό μου. Μην προσπαθείς να με πάρεις τηλέφωνο , γιατί θα είναι κλειστό , όσο το φορτίζω. Δεν μένω και μακριά , δυο τετράγωνα πιο πάνω από το σπιτι σου. Όταν θα είμαι έτοιμη , θα σε πάρω εγώ. Θελω να με βγάλεις έξω απόψε, κάτι σαν το πρώτο επίσημο ραντεβού μας . μου λείπεις ήδη. Ε». Το τζάμι του καθρέπτη ήταν γεμάτο από φιλιά ,σχηματισμένα από το  κραγιόν των χειλιών της .
  Ντύθηκα όσο πιο επίσημα μπορούσα, με το Αρμάνι κοστούμι μου και τα πανάκριβα ιταλικά δερμάτινα μποτάκια μου. Το μεταξωτό κρεμ πουκάμισο με την σιέλ γραβάτα έδενε υπέροχα με το σκούρο γκρι του κοστουμιού. Πήρα τηλέφωνο στο  ιταλικό εστιατόριο , που πήγαινα σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ευτυχώς ήταν καθημερινή και σχετικά μακριά από το σαββατοκύριακο και έτσι βρήκα τραπέζι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

  To τηλέφωνο μου χτύπησε και ήταν η Ελένη. "Μωρό μου σε ιταλικό θα σε πάω απόψε" της είπα πριν προλάβει να μιλήσει. "Ωχ , όχι Παύλο μου . Απόψε παίζουν κάτι συμφοιτητές σε ένα κλαμπάκι . Ένα γκρουπ προγκρεσιβ ροκ . εκεί θα ήθελα να με πας γλυκέ μου , αν δεν σου κάνει κόπο", με παρακάλεσε και πως να πω όχι. "Εντάξει μωρό, να ντυθώ κατάλληλα και έρχομαι να σε πάρω, αλλά από που;;" ρώτησα.
"ακριβώς απέναντι από το περίπτερο του κυρ Βασίλη , η ροζ πολυκατοικία , νούμερο 78", έμαθα και την διεύθυνση .
Γδύθηκα και ξαναντύθηκα, τζιν και t-shirt με στάμπα motorhead. Αθλητικά a
didas και το δερμάτινο μπουφάν από πάνω. Μμμμ εντάξει για ροκ κλαμπάκι . Λίγο οι γκρίζοι κρόταφοι δεν θα ταιριάζανε , αλλά πώς να πας κόντρα στην φύση ;; 
Σε 15 λεπτά ήμουν κάτω από την ροζ πολυκατοικία στο νούμερο 78.δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ , ο σίφουνας Ελένη πήδηξε μέσα στο αυτοκίνητο και το άρωμα της με παρέσυρε. Φορούσε ένα υπέροχο εφαρμοστό κόκκινο φόρεμα με άσπρη φαρδιά ζώνη και λευκά αθλητικά. Ζωντανή διαφήμιση του ολυμπιακού ένα πράγμα . 
Με φίλησε και μου έδωσε την διεύθυνση του κλαμπ.
Όταν μπήκαμε τα χρειάστηκα. Μέσος όρος ηλικίας 18-20 χρόνων . Η μπάντα έπαιζε τόσο προοδευτικά , που ένοιωσα σαν δεινόσαυρος , παρά τις γνώσεις μου στο κλασσικό ροκ. 
Με πήρε από το χέρι και με παρέσυρε να χορέψω , μαζί της. Ήπιαμε μερικά ποτά και περιμέναμε να τελειώσει η μπάντα για να χαιρετήσει τους συμφοιτητές και να με συστήσει σε όλους. Αρκετοί μου ζήτησαν αυτόγραφο και μερικοί συζήτησαν για τα βιβλία μου και τι ετοιμάζω για το μέλλον. Βγήκαμε στον δρόμο και μου ζήτησε να φάει «βρώμικο». Ήξερα μια καντίνα κοντά στην λαχαναγορά του Ρέντη , με υπέροχα ‘διώροφα’ σάντουιτς.
Έφαγε κοτζάμ σάντουιτς και μετά ήθελε να φάει και μένα. Μέχρι να την βάλω στο κρεβάτι είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά μου. Της έβγαλα τα παπούτσια και την άφησα να κοιμηθεί , ενώ έφτιαξα ένα ποτό και κάθισα δίπλα της, μόνο και μόνο για να βλέπω το αγγελικό της πρόσωπο , τόσο ήρεμο μέσα στον ύπνο της.
Πρέπει να κόντευε πέντε όταν ξάπλωσα δίπλα της και αφέθηκα να κοιμηθώ με τα χείλια μου να χαϊδεύουν το μάγουλο της. Με ξύπνησε η μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ και το τραγούδι της από την κουζίνα. «Ελένη!!» της φώναξα , για να ξέρει ότι ξύπνησα. 
Ήρθε μέσα , φορώντας μόνο τα εσώρουχα της κάτω από το ίδιο μου μπλουζάκι , που φόραγε και χθες. «ξύπνησες τεμπελάκο μου;;» με πείραξε , ενώ έπεφτε στην αγκαλιά μου. «Έλα να πιούμε τον καφέ μας και μετά θα κάνουμε ένα ντους μαζί» πρότεινε. 
Κοίταξα το ρόλοι στον τοίχο απέναντι , ήταν ήδη 9.30. θα έπρεπε να πάω και μια βόλτα από τον εκδοτικό οίκο, να δω τι γίνεται. 
Ήπιαμε τον καφέ με κάτι κρουασάν που βρήκε στα ντουλάπια και ζέστανε στον φούρνο μικροκυμάτων. Από πάνω τα γαρνίρισε με κρεμά σοκολάτα. Την περισσότερη σοκολάτα όμως την έφαγα όπως φιλιόμαστε . Ήδη ερεθισμένοι μπήκαμε κάτω από το ντους , για τα υπόλοιπα. Αυτό το κορίτσι ήξερε πώς να με κάνει τρελό και παλαβό για τα χάδια της. Με τέτοιο κορμί και πρόσωπο δεν θα χρειαζότανε να προσπαθήσει και πολύ, έλα όμως που το έκανε και με τοσο πάθος;; . Αφού κάναμε έρωτα όρθιοι και γονατιστοί , ακόμα και ξαπλωτοί στα πλακάκια της ντουζιέρας , κάποια στιγμή βγήκαμε , ντυθήκαμε και με παρακάλεσε να την πάω στην σχολή της , στο πολυτεχνείο , στου Ζωγράφου. Κανένα πρόβλημα , μιας και το Παγκράτι και ο εκδοτικός οίκος ήταν δίπλα.
  Σε μισή ώρα , έμπαινα στο γραφείο της ιδιαιτέρας του Γιάννη , Άννας. Με υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο. «καλημέρα , κύριε Παύλο , τα συγχαρητήρια μου. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω», ήταν τα λόγια της, μόλις με είδε. Συγχαρητήρια;; γιατί;; τι να πιστέψει;; , τι τσαμπουνάει ετούτη εδώ πρωί ,πρωί ;; καλά ντε!! Μην βαρατε μεσημέρι , μεσημερι, μιας και ήταν περασμένες δώδεκα;;
Την σύγχυση μου μεγάλωσε η έφοδος του Γιάννη έξω από το γραφείο του και το σφίξιμο στην αγκαλιά του. Λίγο κωμική εικόνα εγώ με τα σχεδόν 190 εκατοστά του ύψους μου στην αγκαλιά του κοντοστούπη έκδοτη μου.
«Έλα αγόρι μου . Πάμε μέσα στο γραφείο μου να τα πούμε». Είπε όλο γλύκα σε εμένα και γάβγισε στην Άννα. «φέρε μια σαμπάνια να το γιορτάσουμε με το καμάρι των εκδόσεων μας και ΜΗΝ μας ενοχλήσει κανείς».
«Αφεντικό» κατάφερα να ψελλίσω , «γιατί τόσες τιμές ;; τι έχω κάνει, για να το αξίζω;;»
«Έλα ρε Παύλο , αφού ξέρεις . Εσύ μου είπες ότι μου φέρνεις ένα φοβερό βιβλίο, το ξέχασες;; μήπως οι διθύραμβοι μου δεν σου είναι αρκετοί;; , μήπως ήθελες να στρώσω κόκκινα χαλιά και η μπάντα του δήμου να παιανίζει για το απίστευτο ταλέντο σου;; άντε ρε μπαγάσα , αν αυτό πραγματικά θέλεις, την μέρα της πρώτης επίσημης παρουσίας του νέου σου βιβλίου , θα το κάνω» είπε γελώντας .
Τότε κατάλαβα τι είχε συμβεί. Όταν διάβασε το βιβλίο της Ελένης , νόμισε , ότι είναι δικό μου , αλλά δεν μπορεί, αφού πάνω. υπήρχε το όνομα της φαρδύ πλατύ : ‘ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ’, αστυνομικό μυθιστόρημα της Χαλκιοπούλου Ελένης . Πάλι έμεινα μπερδεμένος. Όχι για πολύ , ακούγοντας τους επαίνους του αφεντικού μου , για την έμπνευση που είχα να χρησιμοποιήσω άλλο όνομα και έτσι να προστατέψω το έργο από τους χάκερ , που μπορεί να έκλεβαν την δουλειά μου. «Βέβαια» συνέχισε , ο αθεόφοβος , «εγώ δεν ξέρω από αυτά , αλλά μου τα εξήγησε η Άννα».
«Αφεντικό , πρέπει να μάθεις κάτι», διέκοψα την λογοδιάρροια του. Γιάννης και λογοδιάρροια;;, πάει χάλασε ο κόσμος, θα πέσει φωτιά να μας κάψει .
  « Το βιβλίο αυτό δεν …» «ξέρω αγόρι μου , ξέρω . Και εγώ στην αρχή , βλέποντας ότι μετά από τέσσερα best seller  με πρωταγωνιστή τον γεροπαράξενο αστυνόμο Μάρκου , αλλάζεις τον ήρωα που σε έκανε διάσημο για ένα μόλις αποφοιτήσαντα από την σχολή , ανθυπαστυνόμο , σε έβρισα για τα καλά , αλλά στην συνέχεια η πλοκή και το σασπένς του βιβλίου , μ’ αντάμειψαν για αυτή σου την αποκοτιά». Με αποστόμωσε και τα ‘χειρότερα’ δεν είχαν έρθει ακόμα. «Είπα της Άννας και έστειλε σε όλα τα ΜΜΕ αλλά και τις εφημερίδες , όπως και τα περιοδικά , ένα σύντομο δελτίο τύπου για το νέο σου βιβλίο. Ήδη το έχω στείλει για διορθώσεις και επιμέλεια. Από βδομάδα αρχίζουμε τύπωμα να προλάβουμε την αγορά των Χριστουγέννων
αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα. Η μοίρα είχε πάρει τις αποφάσεις της , για μένα. Τώρα , η έπαιζα το παιγνίδι , με τα φύλλα που μου είχε δώσει , η έδινα μια και τα τίναζα όλα στον αέρα , μαζί με την υστεροφημία μου. Το βιβλίο ήταν φανταστικό. Με το όνομα μου στο εξώφυλλο θα γνώριζε τεράστια επιτυχία , πριν καλά κυκλοφορήσει . Με το όνομα της Ελένης , θα έκανε αρκετό καιρό να βρει την θέση του στην αγορά. Όποτε και εγώ σωζόμουν και το βιβλίο του μωρού μου θα γνώριζε την επιτυχία που του άξιζε. 
Τώρα το μόνο που είχα να κάνω;; να το πω με έναν εύσχημο τρόπο στην αγάπη μου.
Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΗΝ ΒΡΕΙΤΕ

ΜΕΡΟΣ Β’

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ακόμα και το τελείως διαφορετικό ύφος γραψίματος , δεν τους δημιούργησε καμία υποψία, τη φανταστική χρήση της γλώσσας κλπ , όλα τα έβλεπαν σαν μια αλλαγή ρότας του Θεοδώρου σε ανώτερα επίπεδα συγγραφικής ωριμότητας.
Γύρισα σπιτι όσο πιο αργά μπορούσα , πλάθοντας στο μυαλό μου δεκάδες τρόπους να φανερώσω την κλοπή του βιβλίου της στην Ελένη. Κανένας δεν μου έβγαινε με καλό τέλος. Πάντα στα σενάρια που κατέστρωνα , η Ελένη το έπαιρνε βαρέως.
Τελικά , με τα πολλά , αποφάσισα να το κρατήσω κρυφό , μέχρι το βιβλίο να μπει στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων. Να την φέρω προ τετελεσμένου γεγονότος. Ούτε εγώ να μπορώ να το κρύψω πια , αλλά και αυτή να δει το έργο της , με το όνομα μου , δυστυχώς για αυτήν , δημοσιευμένο. Τότε θα σκεφτόμουν τι να της πω.
Έφτασα σπιτι και αφου έφαγα μια κονσέρβα με τόνο , με λίγο τυρί και ντομάτα, έπεσα να κοιμηθώ για μεσημερι. Με πήρε εύκολα ο ύπνος , για κάποιον που μόλις ειχε διαπράξει μια τοσο σοβαρή ατιμία και μάλιστα στην σύντροφο του.
«Μα καλά ρε», ρώτησα τον εαυτό μου, όταν ξύπνησα , γύρω στις 6,00 το απόγευμα, «πόσο κάθαρμα μπορεί να εισαι;;»
Δεν τόλμησα να το απαντήσω , παρά πήρα τηλέφωνο το θύμα μου εεεε την Ελένη μου εννοώ . « Έλα γλυκέ μου . που εισαι;;» με ρώτησε μόλις το σηκωσε. «Σπιτι και λέω να κάνω ένα ντους και να' ρθω να σε πάρω να πάμε μια βόλτα», της πρότεινα , για να δεχτεί λέγοντας μου, «δώσε μου μια ώρα να ετοιμαστώ και μετά έλα να με πάρεις. Τι έχεις στον νου σου;;» «Μια μακρινή βόλτα με το αυτοκίνητο και διανυκτέρευση όπου βρεθούμε να νυστάξουμε, έρχομαι κατά τις 7.00 να σε πάρω» , είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Σε μια ώρα ακριβώς ήμουν κάτω από το διαμέρισμα της και περίμενα να κατεβεί , ενώ ο περιπτεράς , ο Βασίλης , μου έγνεφε , κουνώντας το κεφάλι και θαρρώ κλείνοντας μου το μάτι μόλις βγήκε το κορίτσι μου στον δρομο. Μια μίνι μαύρη φούστα με μαύρο δαντελωτό καλσόν και ψηλές πάνω από το γόνατο μπότες ,με ένα δερμάτινο σακάκι να σκεπάζει το λευκό πουκάμισο , που φόραγε από μεσα. « θεέ μου» σκέφτηκα , «αυτή είναι ένας άγγελος , μεσα και έξω και εγώ ένας αλήτης παλιόγερος , που την εκμεταλλεύεται» .
Ευτυχώς και εγώ ντυμένος casual ήμουν , με τζην και χονδρό πουλόβερ . φιληθήκαμε και έβαλα μπροστα προς την Αθηνών Κορίνθου. «τι ώρα πρέπει να εισαι αύριο στην σχολή σου μικρή», ρώτησα , για να ξέρω πόσο μακριά , μπορούσα να πάω. «Σάββατο αύριο , χαζούλη μου, δεν εχει μαθήματα», απάντησε γελώντας με την γκάφα μου. Με την αγωνία της αποκάλυψης , έχασα τον χρόνο. «Γαμώτο , το ξέχασα τελείως», μουρμούρισα, « και ήταν ευκαιρία , να κάτσουμε κάπου όλο το σαββατοκύριακο μόνοι μας», συμπλήρωσε την σκέψη μου «αν το ήξερα θα έπαιρνα και λίγα ρούχα μαζι μου».
Γέλασα λέγοντας της , «γι’ αυτό σκας;; αύριο πρωί όπου και να είμαστε θα σου αγοράσω όσα ρούχα θες και άλλα τόσα δικά μου. Τι θάλεγες τωρα για ένα διήμερο στο Ναύπλιο;;»
Το θερμό σφικτό αγκάλιασμα και το ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο μου , ήταν η επιβεβαίωση και έτσι πήρα την έξοδο , προς την Τρίπολη.
Γύρω στις οκτώμισι , είμαστε στο Ναύπλιο και έκλεισα μια σουίτα στο καλύτερο ξενοδοχείο. Πεταχτήκαμε στο κοντινότερο ανοιχτό φαρμακείο. Οδοντόβουρτσες και άλλα είδη υγιεινής , όπως και κάποια καλλυντικά , αγοράστηκαν στα γρήγορα και κατευθείαν στην σουίτα , για μπάνιο. Από το εστιατόριο του ξενοδοχείου , παρήγγειλα αστακό και μια σαλάτα με εποχικά , όπως και μια σαμπάνια. Ήθελα να την κάνω να νοιώσει σαν βασίλισσα.
Τυλιγμένη σε ένα τεράστιο για το μικροκαμωμένο κορμί της μπουρνούζι , έδειχνε σαν αδύναμο μικρό κοριτσάκι , άλλα ένα πολύ σέξι κοριτσάκι. Φάγαμε όλο τον αστακό και ήπιαμε δυο σαμπάνιες παρακαλώ , αλλά όσα ακολούθησαν το δείπνο μας , ήταν υπέροχα.
Ξέχασα και το βιβλίο και τις αποκαλύψεις , πέφτοντας με τα μούτρα στο σεξ.
Όταν ξυπνήσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου , κόντευε μεσημερι.«Σήκω μικρή μου , αν θες να πάρουμε κανένα ρούχο. Όπου νάναι θα κλείσουν τα μαγαζιά», την παρότρυνα να σηκωθεί.
Την πήγα αγκαλιά στο ντους και την έβαλα για πέντε λεπτά, κάτω από το χλιαρό νερό , μέχρι να ξυπνήσει. ντυθήκαμε στα γρήγορα και με τα ποδια κατευθυνθήκαμε στην παλιά πολη.
Δεν άργησε να αποφασίσει τι της αρέσει και να ψωνίσουμε μερικά ρούχα από κάνα δυο μπουτίκ στο κέντρο του Ναυπλίου. Τα δικά μου ήταν πιο εύκολη υπόθεση και σε δυο ώρες είχαμε τελειώσει και μπήκαμε σε ένα εστιατόριο , που βρήκαμε μπροστα μας , πεινασμένοι.
Περάσαμε υπέροχα μέχρι το απόγευμα της Κυριακής , που πήραμε τον δρομο της επιστροφής στην Αθήνα.
Την άφησα στην είσοδο του σπιτιού της και ανέβηκα στο διαμέρισμα μου , χωρίς ούτε μια στιγμή , αυτές τις δυο μέρες , να έχω σκεφτεί την ατιμία , που έκανα σε βάρος της. Μου ήρθε στο μυαλό , μόλις μπήκα στο σπιτι και η ματιά μου έπεσε στο κομπιούτερ μου. Το μυαλό εκανε τον συνειρμό και το μαύρο στικάκι βγήκε στην επιφάνεια .
Μετά από αυτό , λες και άνοιξε μια πορτα και όλες οι τύψεις του κόσμου μπήκαν μεσα. Τοσο άσχημα ένοιωσα , που με το ζόρι κρατήθηκα να μην πάω στο σπιτι της και να της εξομολογηθώ τα πάντα. Αλλά , για μια ακόμα φορά το κάθαρμα μεσα μου υπερίσχυσε και έμεινα σιωπηλός και άυπνος σχεδόν όλη την νύχτα στο κρεβάτι μου.
Χρειάστηκε σχεδόν ένας μήνας , μέχρι το βιβλίο (της), να κυκλοφορήσει. Μια πρώτη έκδοση των 50000 , που εξαντλήθηκε πριν καν φτάσει στις πρώτες βιτρίνες , ακλούθησε μια δεύτερη των 40000.
Ο εκδότης μου έλαμπε από την προσμονή των κερδών και ήταν καλός με όλο τον κόσμο στο γραφειο. Εγώ από την άλλη δεν μπορούσα να μοιραστώ την χαρά του , περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή την πορτα μου να χτυπήσει και την Ελένη να ορμήσει μεσα για να μου βγάλει τα ματιά τουλάχιστον.
Έκανα πρόβες όλη την ώρα , τι θα της πω , πως θα δικαιολογηθώ, πώς να το παρουσιάσω σαν μια μορφή , παρανόησης , η λάθους, μιας κάκιας στιγμής , έξω και πέρα από τις δυνάμεις μου να το σταματήσω.
Ποιον κορόιδευα ;; ήξερα και ήξερε ότι το βιβλίο αυτό ήταν δικό της και εγώ το είχα Κ Λ Ε Ψ Ε Ι, τελεία και παύλα. Τωρα πια, που δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι , ήταν καιρός να της μιλήσω .
Το ίδιο απόγευμα την κάλεσα να έρθει σπιτι να μείνουμε το βράδυ. Ήδη ειχε φέρει μερικά πράγματα της στο σπιτι μου , ενώ εγώ , ούτε που είχα καν επισκεφτεί το δικό της. Η αδελφή της λέει δεν ήθελε τους γκόμενους στο σπιτι. Δεν μου ειχε φανεί και πολύ περίεργο , για να λεμέ του στραβού το δίκιο. Από ότι μου ειχε δώσει να καταλάβω , η μεγάλη της αδελφή ήταν ένα είδος μυξοπαρθένας. Ποτε δεν ειχε πάει με άνδρα και μάλλον σύντομα θα κατέληγε σε μοναστήρι .
Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού , έβαλα ένα αντίτυπο του βιβλίου , έτσι, που να το δει , μόλις κάτσει στην αγαπημένη της θεση , στα δεξιά του διθέσιου καναπέ.
Έκατσα με σβηστά τα φωτά και την περίμενα , κάνοντας τις πιο μαύρες σκέψεις της ζωής μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Της άνοιξα την πόρτα φιλώντας την, πήγε να κάτσει , όπως το περίμενα ,στον καναπέ. Δεν έδειξε να εχει δει το βιβλίο . Όταν της έφερα το ποτό της ,ένα ποτήρι κόκκινο κρασί , το άφησα επίτηδες δίπλα στο βιβλίο. Ήθελα να δει τον τίτλο , τον δικό της τίτλο : «ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ» και να αρχίσει το σώου, επιτελούς.
Πήρε το ποτήρι και ήπιε μια γουλιά , βάζοντας το πίσω , δίπλα στο
Βιβλίο και τότε πάγωσε. Μετά σχεδόν άρπαξε το βιβλίο , κοιτώντας το μπροστα και πίσω, σαν να έβλεπε εξώφυλλο και οπισθόφυλλο , πρώτη φορά στην ζωή της. Αν δεν την ήξερα , θα έλεγα ότι δεν ειχε ξαναδεί βιβλίο.
Γύρισε προς το μέρος μου και κοιτώντας, με μάτια γεμάτα απορία , «Παύλο ;; τι είναι αυτό ;; το βιβλίο μου με το δικό σου όνομα ;;» είπε με αχνή φωνή , ισα που να ακούγεται.
«Μπορώ να σου εξηγήσω γλυκιά μου , δώσε μου μόνο δυο λεπτά», την παρακάλεσα. Πήρα μια βαθειά ανάσα και άρχισα να εξηγώ , τα ανεξήγητα.
«Πήγα , όπως σου είχα πει το στικάκι στον εκδοτικό οίκο και μου ζητηθηκε να το δώσω σε έντυπη μορφή. Το άφησα να τυπώνεται και ήρθα σπιτι. Ανέθεσα στην γραμματέα του εκδότη μου , να το βιβλιοδεσία και να το δώσει στον εκδότη μου. Από καθαρή παρεξήγηση , νόμισαν ότι ήταν δικό μου και ότι το όνομα σου στην αρχη του βιβλίου , ήταν παραπλανητικό. Ένα κόλπο για να μείνει κρυφό από τους χάκερ».
« Γιατί άφησες να εκδοθεί στο όνομα σου Παύλο;; εγώ σε εμπιστεύτηκα και εσύ μου έκλεψες το βιβλίο μου;; θεέ μου και με φιλούσες τοσο καιρό , μου έκανες έρωτα και μου έλεγες ότι με αγαπάς;;»
«άσε με να τελειώσω , προτού με καταδικάσεις μωρό μου», προσπάθησα να την ηρεμήσω , άλλα ήταν σαν να έριχνα περισσότερο λαδί στην φωτιά , που είχα ανάψει . « τι να τελειώσεις , μεγάλε συγγραφέα;;», με διέκοψε με φωνή να στάζει φαρμάκι, το φαρμάκι που εγώ την είχα ποτίσει με την αθλιότητα μου, «ένα μάτσο ψέματα και όλα ήταν για να μου πάρεις τους κόπους και την δουλειά μου , γιατί ;; επειδή εισαι ανίκανος να γράψεις κάτι δικό σου».
«Σε παρακαλώ άκουσε με πρώτα», την έπιασα από τους ωμούς και την ταρακούνησα. «ωραία λοιπον , πες μου γιατί δεν είπες ότι δεν ήταν δικό σου , γιατί τους άφησες να το εκδώσουν σαν δικό σου έργο;;» , συναίνεσε .
«Ήταν πια πολύ αργά για να αλλάξω τα πράγματα, χωρίς να χάσω την αξιοπιστία μου. Άλλωστε το βιβλίο σου με το όνομα μου στο εξώφυλλο έγινε best seller , πριν καν κυκλοφορήσει. Αν ειχε εκδοθεί στο όνομα σου θα εκανε χρόνια για να κάνει τις ίδιες πωλήσεις , αλλά σκέφτηκα επίσης, όλα τα λεφτά , που θα κερδίσω , να τα πάρεις εσύ και το επόμενο βιβλίο μου να είναι στο όνομα σου», της εξήγησα, όσο πιο καθαρά μπορούσα.
«Ξέρεις κάτι Θεοδώρου;; εισαι πολύ μεγάλο κάθαρμα και απατεώνας, ένας τιποτένιος γραφιάς , που νομίζεις ότι πηδώντας με, έχεις αποκτήσει και δικαιώματα επάνω μου. Ε , λοιπον , φιλαράκο δεν ξέρεις , με ποιαν έχεις μπλέξει. Νομίζεις ότι δεν έχω αποδείξεις ότι το βιβλίο είναι δικό μου;; έχω και άλλο στικάκι γελοίε , όπου φαίνεται η ημερομηνία , που άρχισα να το φορτώνω , πριν από τρία χρόνια. Ναι , σκατόγερε , τρία χρόνια το δούλευα , για να έρθεις εσύ ο ‘εραστής ‘ του κώλου , να μου το κλέψεις. Νομίζεις ότι με νοιάζουν τα λεφτά , ή το γαμήσι μαζι σου;; θα σου πάρω ότι έχεις και δεν έχεις , μέχρι και τα σώβρακα . Όταν θα τελειώσω μαζι σου θα εισαι ένας κακομοίρης μεσήλικας με μικρό πουλί, που θα ζεις από τα συσσίτια της ενορίας και θα φοράς τα παλιόρουχα που θα σου δίνουν από λύπηση. Τωρα θα φύγω , γιατί όσο σε βλέπω , μου έρχεται να ξεράσω».
Σε έναν άνδρα , που φταίει , μπορείς να του προσάψεις πολλά , ακόμα και να τον προσβάλλεις και να μην διαμαρτυρηθεί, άλλα μην του προσβάλλεις τον ανδρισμό του , τότε θα μεταμορφωθεί σε θηρίο .
Την άρπαξα όπως σηκώθηκε από τα μαλλιά και την χτύπησα δυνατά στο πρόσωπο. Είχα άδικο το ήξερα, αλλά το πήγε πολύ μακριά με τις προσβολές της , τα γόνατα της λύγισαν και σωριάστηκε στο πάτωμα. Ακούστηκε ένας γδούπος σαν να κτυπάει ένα γεμάτο δοχείο σε ξύλο και έμεινε ακίνητη στο χαλί. Τότε είδα το αίμα να κυλά από το πλάι του κεφαλιού της. Γύρισα το πρόσωπο της για να δω τι ειχε γίνει και αντίκρισα μια βαθειά πληγή, ακριβώς πίσω από το αριστερό αυτί της. Φαινόταν σαν να υπήρχε μια τρίγωνη τρύπα εκεί. Προφανώς πέφτοντας ειχε χτυπήσει στην γωνιά από το τραπεζάκι του σαλονιού. Έτρεξα στην κουζίνα και γύρισα με ένα ρολό χαρτί κουζίνας στα χέρια μου. Ήξερα από προηγούμενες εμπειρίες μου , ποσό εύκολα το χαρτί αυτό σταματούσε τις αιμορραγίες.
Προσπαθώντας να σταματήσω την αιμορραγία ένοιωσα πως η Ελένη δεν ανέπνεε πια. Έψαξα για τον σφυγμό της , άλλα δεν φαινόταν να εχει πια σφυγμό. Με έπιασε ένας πανικός , τωρα εκτός από λογοκλόπος , είχα γίνει και δολοφόνος. Ποσό πιο χαμηλά θα μπορούσα να πέσω;; για ένα κωλοβιβλίο , μια άγγελος έχασε την ζωή τ ης και ένας δαίμονας σαν εμένα θα εισπράξει όλα τα μπράβο και τα λεφτά , που θα έπρεπε να είναι δικά της. Τελικά η ζωή είναι άδικη . Αφύσικα ψύχραιμος τύλιξα το πτώμα στο ματωμένο χαλί και μετά σε ειδική πλαστική σακούλα , του μέτρου. Από αυτήν που τυλίγουμε τα χάλια πριν τα αποθηκεύσουμε την άνοιξη. Το φορτώθηκα στην πλάτη μου και μπήκα στο ασανσέρ. Στον καθρέπτη της καμπίνας είδα το πρόσωπο μου , τελείως ανέκφραστο και ένα χαλί στην πλάτη μου. Το πέταξα στο πορτ μπαγκαζ του Ζ4 και κατευθύνθηκα προς την εθνική Αθηνών Λαμίας. Εκει ήξερα ένα ερημικό μέρος , γεμάτο λάκκους από παλιές εργασίες. Είχα βρεθεί πέρσι εδώ , όταν έψαχνα για ένα οικόπεδο να αγοράσω. Αρκετα μακριά από δρόμους και σπίτια, δύσκολα το επισκεπτόταν κανείς και ακόμα δυσκολότερα , κάποιος θα εύρισκε το πτώμα της ποτε. Βρήκα ένα βαθύ λάκκο με λίγο σχετικά νερό από τις χειμωνιάτικες βροχές. Την έριξα μεσα και σκέπασα με πολλές πέτρες το πτώμα της. Μετά έριξα και αρκετό χώμα από την περιφέρεια του λάκκου. Ήταν πια κάτω από δυο τουλάχιστον τόνους υλικών. Μαζι έθαψα και την τσάντα της , όπως και όσα αντικείμενα και ρούχα της ειχε στο σπιτι. Είχα φροντίσει να τα πάρω μαζι μου , ξαναγυρνώντας στο σπιτι αφου έβαλα το χαλί στο αυτοκίνητο. Κόντευε 6,οο το πρωί όταν γύρισα σπιτι. Μεσα από την τσάντα της, είχα πάρει τα κλειδια του σπιτιού της. Θα έπρεπε να βρω το στικάκι , που ειχε γραμμένο το μυθιστόρημα της.
Θα έπρεπε να ετοιμαστώ  και για την περίπτωση, που η αστυνομία με ανέκρινε , αφου ήμουν σίγουρος η αδελφή της θα ανέφερε την απουσία της αργά η γρήγορα και οι γείτονες , όπως ο Βασίλης ο περιπτεράς , θα με ανέφεραν σαν σύνοδο της.
Μέχρι το μεσημερι είχα καθαρίσει όλο το σπιτι από τα πιθανά ίχνη της , όπως δακτυλικά αποτυπώματα , τρίχες στο μπάνιο και την κρεβατοκάμαρα και λίγο αίμα που ειχε περάσει από το χαλί στο ξύλινο παρκέ του σαλονιού. Έκρυψα τα κλειδια της σε μια από τι γλάστρες του μπαλκονιού. Τα έθαψα στο χώμα , αφου πρώτα, τα τύλιξα σε φιλμ , που διπλώνουμε τρόφιμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Εξαντλημένος πια , έπεσα στο κρεβάτι , αφου έβγαλα τα ρούχα και τα έβαλα όλα σε μια σακούλα σκουπιδιών. Ακόμα και τα καινούργια ΝΙΚΕ μου. Καλού, κακού θα τα πετούσα στα σκουπίδια .
Ποτε δεν ξέρεις με αυτά τα αλα CSI κόλπα της αστυνομίας.
Να σας πω ότι περίμενα , μετά από τόση ένταση συναισθηματική και τόση κούραση, ότι θα κοιμόμουν, θα σας πω ψέματα. Όμως ίσως γιατί δεν είχα ακόμα καλά καλά συνειδητοποιήσει , τι ειχε γίνει και τι είχα διαπράξει , κοιμήθηκα τοσο βαθειά , που ξύπνησα , περασμένα μεσάνυχτα. Βρήκα τρεις κλήσεις στο κινητό μου από τον εκδοτικό οίκο και ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του σπιτιού από την Άννα. Να επικοινωνούσα μαζι τους , γιατί υπήρχε , κάποιο πρόβλημα .
Γύρω μου απόλυτο σκοτάδι και το μόνο φως , το φως της οθόνης του κινητού , άλλα ένοιωσα μια παρουσία στο σαλόνι. Σαν κάποιος να καθόταν στο καναπέ και να άκουγα το τρίξιμο από το βάρος του.
Πετάχτηκα σαν τσουρουφλισμένος και πάτησα τον διακόπτη να ανάψει το φως. Αν ήταν κάποιος διαρρηκτής το φως θα τον φόβιζε και ίσως έφευγε , χωρίς να χρειαστεί να τον αντιμετωπίσω.
Όμως μάταια προσπαθούσα. Το φως της κρεβατοκάμαρας δεν άναβε , όπως και των δυο πορτατίφ , που δοκίμασα αμέσως μετά. Όποιος ειχε μπει στο σαλόνι , ειχε κατεβάσει και τον γενικό , που ήταν ακριβώς δίπλα στη είσοδο. Καλά και ο συναγερμός;; προγραμματισμένος να μπαίνει μόνος του , γύρω στις δέκα το βράδυ;; γιατί δεν χτύπησε;; πως τον απενεργοποίησε;; τότε άκουσα την εξώπορτα να κλείνει και τα φώτα άναψαν πάλι. Έμεινα ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα , προτού να χυθώ στον διάδρομο της πολυκατοικίας και κατόπιν στα σκαλιά , προσπαθώντας να φτάσω πρώτος στο ισόγειο , πριν από το ασανσέρ , που σίγουρα μετέφερε τον μυστηριώδη επισκέπτη μου. Στο χερι μου κρατούσα το μεγάλο κουζινομάχαιρο , όταν έφτασα στο ισόγειο, δέκατα του δευτερολέπτου πριν τον θάλαμο του ασανσέρ. Άνοιξα την πορτα του , με σκοπό να αιφνιδιάσω τον άγνωστο , άλλα προς μεγάλη μου απογοήτευση άλλα και κατάπληξη , ο θάλαμος ήταν άδειος. Κάποιος ειχε πατήσει το κουμπί ‘ισόγειο’ αλλά ο ίδιος ποτε δεν μπήκε μεσα. Ένοιωσα τις τρίχες στον σβέρκο μου να σηκώνονται από τον φόβο. Που ειχε πάει;; μπήκα στο ασανσέρ και γύρισα στο σπιτι. Η πορτα του διαμερίσματος ήταν διάπλατα ανοιχτή , όπως την είχα αφήσει , καταδιώκοντας τον άγνωστο εισβολέα. Άναψα όλα τα φώτα , μπαίνοντας σπιτι και έμεινα όλη την νύχτα μπροστα στην τηλεόραση χωρίς να βλέπω ή να ακούω στην πραγματικότητα το πρόγραμμα, χαμένος στις σκέψεις μου. Γρήγορα το μυαλό μου έφυγε από τον εισβολέα και γύρισε στην Ελένη και όσα είχαν γίνει την προηγούμενη νύχτα. Σαν να ξυπνάω από ένα κακό όνειρο και να θυμάμαι τι είδα , ένα πράγμα. Τότε άρχισα να κλαίω με δυνατά αναφιλητά. Μόλις κατάλαβα τι ειχε γίνει και τι είχα κάνει. Πήγα στο μπάνιο να πλύνω το πρόσωπο μου και στον καθρέπτη με κραγιόν , ήταν γραμμένα τα έξης:
«Νομίζεις ότι θα γλυτώσεις , τοσο εύκολα από μένα;; από δω και πέρα δολοφόνε , θα βλέπεις τα φάντασμα μου να σε στοιχειώνει, παντού. Ελένη».
Σχεδόν λιποθύμησα από την τρομάρα που πήρα. Πιάστηκα και με τα δυο χέρια από τον νιπτήρα , στην προσπάθεια μου , να μείνω όρθιος. Μετά με πραγματική λύσσα σκούπισα με την πετσέτα του προσώπου τον καθρέπτη , μέχρι που δεν έμεινε ίχνος από κραγιόν.
Κοίταξα το πρόσωπο στον καθρέπτη , ποιος ήταν αυτός με τις μαύρες σακούλες κάτω από τα κοκκινισμένα ματιά και το αξύριστο , βρώμικο πρόσωπο ;; ποιος ήταν αυτός ο κλεφτής και φονιάς, που με κοιτούσε με αυτό το τρομαγμένο βλέμμα;;;
Θεέ μου , ήμουν ΕΓΩ .
To σοκ ήταν απίστευτα δυνατό και σε συνδυασμό με το επεισόδιο του εισβολέα, δύσκολα, μπορούσε να το δεχτεί το μυαλό μου.
Όπου νάναι θα ξημέρωνε και το φως της μέρας θα με βοηθούσε να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά και να βρω και κάποιες λογικές εξηγήσεις . Μέχρι τότε , έφτιαξα ένα καφέ και έφαγα ότι βρήκα στο ψυγείο. Έκανα και ένα πρόγραμμα , για τις δουλειές της επομένης μέρας.
Πρώτα , από όλα έπρεπε να περάσω από τον εκδότη , θέλοντας να μάθω τι με ήθελαν και να δω πως πάνε οι πρώτες κριτικές για το βιβλίο μου. Ναι βιβλίο μου, τόσα είχα περάσει για αυτό . Είχα κλέψει , σκοτώσει ,και θάψει την γυναίκα , που αγαπούσα , γι’ αυτό . Σίγουρα είχα το δικαίωμα να το αποκαλώ βιβλίο ΜΟΥ πια.
Η Άννα με υποδέχτηκε , με τυπικούς χαιρετισμούς , καμία σχέση με τις θριαμβευτικές υποδοχές της προχθεσινής μέρας. Κάτι μύριζε άσχημα και έπρεπε να το μάθω το συντομότερο.
«Ο Γιάννης σε περιμένει Παύλο. Είπε ότι ώρα και να έρθεις να περάσεις να σε δει . θέλει να σου μιλήσει». Μου ανηγγειλε με επαγγελματικό τρόπο , ανακοινώνοντας την άφιξη μου στην ενδοσυνεννόηση , χωρίς να ακουστεί καμία απόκριση από μεριάς του αφεντικού της. περίεργο , για τον Γιάννη , γιατί δεν θα έχανε ευκαιρία να πει την μαλακία του , προτού με αφήσει να περάσω στο ανδρο-γραφείο του. Όσο πήγαινε και γινόταν όλο και πιο μυστηριώδης η υπόθεση .
«Κάθισε Παύλο, θα πιεις ένα καφέ , νερό , αναψυκτικό ;;», ήταν τα λόγια του, μόλις μπήκα στο γραφειο. «ένας καφές, είναι αρκετός» αποκρίθηκα και βούλιαξα στην πολυθρόνα μπροστα του. «μπορώ να μάθω τι συμβαίνει;;» ρώτησα , κάνοντας πρώτος την επίθεση μου και μην αφήνοντας χρόνο ή χώρο για άσκοπες καθυστερήσεις.
«Λοιπον Παύλο , αφου το θες έτσι , χθες το απόγευμα , έλαβα στο προσωπικό μου e-mail όχι στης επιχείρησης, ένα μήνυμα. Πράγμα περίεργο , μιας και την ηλεκτρονική μου διεύθυνση την κρατώ κρυφή από το κοινό , και μόνο μερικοί εκλεκτοί την έχουν , ένας εκ των όποιων έχεις την τιμή να εισαι και συ», απάντησε ενώ σκεφτόμουν , πόσο αλαζονικό καθήκι ήταν ο τυπος. «Και λοιπον ;; τι σχεση εχει αυτό με μενα και τι με ενδιαφερει;;» απορησα. «περιμενε ρε βιαστικε συγγραφεύ, δεν σου ανεφερα ακομα το περιεχομενο του μηνυματος».
«αντε λοιπον , λεγε και με γκαστρωσες», απηυδησα με τις μαλακίες του. Που το πήγαινε δεν καταλάβαινα.
« σύμφωνα με τον αποστολέα, το βιβλίο που εκδώσαμε αποτελεί προϊόν λογοκλοπής . Το όνομα που αναφερόταν σαν συγγραφέας, Ελένη χαλκιδο κάτι , δεν είναι αποκύημα της φαντασίας σου , άλλα το όνομα της πραγματικής συγγραφέως του βιβλίου. Μου υπόσχεται να μου στείλει τις αποδείξεις εντός της ημερών , αν ανακοινώσω στα μεσα ότι αποσύρω το βιβλίο από την αγορά , αλλιώς θα εξαπολύσει νομικό πόλεμο εναντίον της επιχείρησης μου , για αποδοχή λογοκλοπής εν γνώσει μου. Λοιπον σε ακούω Παύλο. Τι να κάνω;; σε ψάχνω από χθες και η διορία λήγει τις 5.00 το απόγευμα. Θελω να με διαβεβαιώσεις , ότι το βιβλίο είναι δικό σου και δεν υπάρχει περίπτωση να λέει την αλήθεια ο αποστολέας του μηνυματος.
Ευτυχώς , κράτησα την ψυχραιμία μου , να και ένα καλό αν εισαι κάθαρμα όσο είμαι εγώ. Με φωνή σταθερή και γεμάτη σιγουριά , τόση που ξάφνιασε και μενα τον διαβεβαίωσα. «Ξέρεις καλά, όσο και εγω , ότι αυτά είναι μαλακιες. Κάποιος πάει να σε φοβίσει , βλέποντας ότι πας για τις περισσότερες πώλησης στην ιστορία με το καλύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα , που γράφτηκε ποτε. Για πες μου για τις κριτικές , γιατί δεν πρόλαβα να ανοίξω εφημερίδα;; και μετά πες μου για τις μπούρδες του κάθε τυχόντα. Ζήτησε του αποδείξεις , προτού αποσύρεις το βιβλίο από την αγορά. Εξήγησε στον εκβιαστή . ότι θα χάσεις πολλά λεφτά , χωρίς να έχεις ούτε την παραμικρή ιδέα , για ποιο πράγμα μιλά και κατόπιν το ξανασυζητάμε. Ξύπνα Γιάννη , με μενα μιλάς , που σε έχω κάνει πλούσιο τα δυο τελευταία χρόνια και που θα σε κάνω εκατομμυριούχο μόνο με το τελευταίο μου βιβλίο. Ξέρεις καλά ότι μέχρι το Χόλλυγουντ μπορεί να φτάσει , υπό προϋποθέσεις».
Τον είδα να κλονίζεται , αρχίζοντας να εχει τις πρώτες αμφιβολίες για τις προθέσεις του αποστολέα. «Έχεις δίκιο βρε Παύλο. Σου ζητώ συγγνώμη. Δεν ξέρω τι με έπιασε και αμφέβαλλα για σένα. Θα του στείλω ένα μήνυμα μόλις τωρα και θα περιμένω την απάντηση του . Οι κριτικές;; χα , όλοι μέχρι και ο στριμμένος ο Γραμματικόπουλος συμφωνούν ότι είναι ότι καλύτερο έχουν διαβάσει τα τελευταία χρονιά. Εκθειάζουν τις ανατροπές και την φανταστική πλοκή . Ο Ξηντάρας εχει σαν πρωην φιλολογος γοητευτει από την χρηση της ελληνικης γλώσσας. Σε εκθειάζει σαν αναμορφωτή της ελληνικης λογοτεχνίας . Σύμφωνα με αυτόν σε λίγα χρόνια θα μιλάμε για την προ Θεοδώρου και την μετά Θεοδώρου εποχή».
Τα ακούς μικρή μου Ελένη;;, σκέφτηκα , άμα ειχε εκδοθεί στο όνομα σου κανείς σχεδόν δεν θα τα έβλεπε αυτά , ενώ κάτω από το δικό μου όνομα όλα τα βλέπουν μεσα από ένα άλλο πρίσμα .
Τον χαιρέτισα και έφυγα , ξέροντας ότι είχα πολύ λίγο χρόνο , να ψάξω για το δεύτερο στικάκι. Έπρεπε να μπω στο σπιτι της Ελένης και να ψάξω, χωρίς βεβαίως να με δει κανείς, το συντομότερο δυνατον.

                                      ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

 Όταν είχα βγει πια από το κτίριο και είχα κάτσει στην θέση του οδηγού , μέσα στην Ζ4 , με έπιασαν τα πρώτα ρίγη. Τι σκατά συνέβαινε; προσπάθησα να ανακεφαλαιώσω τα "τρελά" των τελευταίων ωρών. Έχουμε και λέμε. Κάποιος μπήκε στο σπίτι και ήξερε τον κωδικό του συναγερμού. Ο ίδιος ; έγραψε με κραγιόν μήνυμα στον καθρέπτη του μπάνιου. Μήνυμα που υποδηλώνει ότι είναι γνώστης των γεγονότων. Κάποιος , μάλλον ο ίδιος; στέλνει στην μυστική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,του εκδότη μου, μήνυμα, απειλώντας με αποκαλύψεις αν δεν αποσυρθεί το βιβλίο από την αγορά. Ένοιωθα ότι είχα παγιδευτεί, σε ένα πύρινο κλοιό , από όσο δεν υπήρχε ελπίδα διαφυγής. Τότε θυμήθηκα την σακούλα με τα σκουπίδια , που είχα βάλει στο πορτ μπαγκαζ. Ασφαλώς και δεν θα τα πετούσα στην γειτονιά μου. Τα σκουπίδια ψάχνουν πρώτα από όλα οι αστυνομικοί. Τώρα είχα έναν επιπλέον λόγο να τα πετάξω μακριά και κρυφά από τον μυστηριώδη καταδότη μου. Βγήκα στον δρόμο για την Θήβα, έχοντας ένα απλό σχέδιο στον νου μου.
Μετά από μερικά χιλιόμετρα , βρέθηκα σε ένα ερημικό και μακριά από σπίτια μέρος. Πήρα τον πρώτο αγροτικό χωματόδρομο , που οδηγούσε στους κατάφυτους από ελιές λόφους. Πριν από λίγες μέρες είχαν τελειώσει την συλλογή του καρπού και σε όλους τους ελαιώνες γύρω μου υπήρχαν στάχτες από τις φωτιές , που έκαψαν τα κλαριά. Πηγαίνοντας αρκετά μακριά από τον ασφάλτινο δρόμο στην πρώτη κατηφόρα που βρήκα σταμάτησα το Ζ4 στην άκρη του δρόμου. Δεξιά μου υπήρχαν ακόμα οι στάχτες από μια μεγάλη φωτιά. Έριξα την σακούλα στην μέση του κύκλου από στάχτες και της έβαλα φωτιά. Σε μίση ώρα , όλα τα πράγματα , ρούχα παπούτσια κλπ, είχαν γίνει στάχτη. Δύσκολα , κάποιος μπορούσε να διακρίνει την καινούργια στάχτη . Αν έβρεχε κιόλας , όπως έδειχνε ο γεμάτος γκρίζα σύννεφα ουρανός , δεν θα υπήρχε λόγος να υποψιαστεί κάποιος , ότι είχε μπει καινούργια φωτιά , πάνω στην παλιά. Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ και οι ουρανοί άνοιξαν . Ίσα που πρόλαβα να χωθώ στο αυτοκίνητο , πριν γίνω μούσκεμα.
Αρκετά πιο ήρεμος, αλλά και με περίσκεψη αρκετή για την ταυτότητα του «καταδότη» , γύρισα σπίτι. Είχα μια δουλειά να κάνω, όσο ήταν ακόμα νωρίς. Κοίταξα το ρόλοι μου και η ώρα ήταν 5,30 το απόγευμα. Ο Βασίλης πήγαινε στο περίπτερο μετά τις επτά. Τώρα ήταν η γυναίκα του , που δεν με ήξερε . ευκαιρία να κάνω μια επίσκεψη στο διαμέρισμα της Ελένης , αρκεί να μην ήτανε , ούτε η αδελφή της εκεί. Πράγμα δύσκολο , αλλά όχι αδύνατο πια. Η απουσία της Ελένης , που έκανε όλα τα ψώνια και τα θελήματα , θα είχε αναγκάσει την αδελφή της να βγαίνει πιο συχνά. Φόρεσα ένα τζάκετ με κουκούλα , για να μου κρύβει το πρόσωπο , μέσα στην νεροποντή και σε δυο λεπτά βρέθηκα στην είσοδο της  πολυκατοικίας της.
  Χτύπησα το κουδούνι με το όνομα Χαλκιοπούλου τρεις φορές , χωρίς να πάρω απάντηση. Με τα κλειδιά της Ελένης , μπήκα στην είσοδο και κοιτώντας την κατάσταση με τα κοινόχρηστα στον πίνακα ανακοινώσεων του κτιρίου ανακάλυψα ότι τα κορίτσια ζούσαν στο Γ2.
Μπήκα στο ασανσέρ και πάτησα το κουμπί του τρίτου ορόφου. Χωρίς να ανάψω το φως του διαδρόμου , χρησιμοποιώντας την οθόνη του κινητού σαν φακό. Βρήκα το κουδούνι και πολύ προσεκτικά και αθόρυβα , μπήκα στο διαμέρισμα, κοίταξα πίσω από την πόρτα και στο πλάι , χωρίς να βρω κάποιον πίνακα συναγερμού.
Στο βάθος είδα ένα γραφείο , ακριβώς στο τέλος του στενόμακρου σαλονιού. Μια οθόνη υπολογιστή έπιανε όλη την αριστερή μεριά της μικρής του επιφάνειας. Η συρταριέρα του γραφείου ήταν ανοιχτή. Έψαξα μεθοδικά και τα τρία συρτάρια , χωρίς να βρω ίχνος από το στικάκι . Ούτε πάνω στο γραφείο είδα τίποτα α, όταν το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος , που άκουσα να γυρνάει , με έκανε να κρυφτώ πίσω από τον διθέσιο καναπέ. Ήταν αρκετά ψηλός στο κάτω μέρος για να βλέπω την πόρτα. Μακάρι να μην την έβλεπα . Στο διαμέρισμα φορτωμένη με σακούλες από το σούπερ Μάρκε , έμπαινε η ……………Ελένη.
Η μικρή σκοτωμένη και θαμμένη Ελένη. Το ξανθό μαλλί και το μικροκαμωμένο σέξι κορμί , όπως τα θυμόμουνα. Μααααα…………

Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΗΝ ΒΡΕΙΤΕ
ΜΕΡΟΣ Γ’
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9/1

Δεν ξέρω πως κρατήθηκα να μην ουρλιάξω ή να πεταχτώ και να της μιλήσω. Λούφαξα σαν θρασύδειλο καθίκι, σχεδόν χώθηκα κάτω από τον καναπέ , μέχρι να την δω να μπαίνει στην κουζίνα. Μόνο τότε με την ψυχή στο στόμα , βρέθηκα στην πόρτα και από κει στις σκάλες , που οδηγούσαν στην έξοδο από την πολυκατοικία. Το μυαλό μου είχε σταματήσει να δουλεύει στην πραγματικότητα από την στιγμή , που είδα την «νεκρή» μπροστά μου , ολοζώντανη και πανέμορφη .
Δεν θυμάμαι πως βρέθηκα στο σπίτι και από εκεί στο αυτοκίνητο . Σε λίγο ήμουνα στην εθνική Αθηνών – Λαμίας με κατεύθυνση το οικόπεδο με τους λάκκους και φυσικά τον «τάφο» της Ελένης.
Το μυαλό μου όσο και αν το βασάνιζα δεν έβρισκε , λογικές απαντήσεις. Έφτασα στον λάκκο , που θυμόμουν ότι την είχα θάψει.
Η βροχή δεν είχε σταματήσει να πέφτει και ο λάκκος είχε μεταμορφωθεί σε μια λίμνη . Είχα την πρόνοια , μέσα στην τρέλα , που γιγαντωνόταν μέσα μου να πάρω ένα φτυάρι μαζί μου.
Δυο ώρες μετά και με το νερό να με έχει μουσκέψει, μέχρι το πιο απόκρυφο σημείο , του σώματος μου περνώντας και το βαρύ δερμάτινο μπουφάν , που φορούσα, το μόνο, που βρήκα μέσα στον λάκκο , ήταν το χαλί και μερικά από τα προσωπικά της αντικείμενα , που είχα θάψει μαζί της.
Σαν να μην έφτανε αυτό, το κινητό μου χτύπησε. Ένα άγνωστο σταθερό και μια βραχνή φωνή , που μου συστήθηκε σαν αστυνόμος Αργυρόπουλος. με ρώτησε ποτέ θα μπορούσε να με δει , για μια υπόθεση , που εμπλεκόμουνα.
Τον ρώτησα , γιατί επρόκειτο – λες και δεν ήξερα!!- και έλαβα την απάντηση , ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχώ. Αλλά θα μπορούσα με αυτά, που πιθανώς ήξερα να τον βοηθήσω να λύσει την υπόθεση , που είχε αναλάβει. Το ραντεβού μας δόθηκε στο σπίτι μου για τις 10,00 το πρωί, όσο και αν προσπάθησα να τον κρατήσω μακριά από τον τόπο του εγκλήματος . Εγκλήματος ;;; χα , ποιου εγκλήματος;;
Τρέμοντας από την εξάντληση και το κρύο , μπήκα στο αυτοκίνητο ανοίγοντας τον κλιματισμό στο φουλ ζεστό . Έτρεμα και από την τρομάρα μου. Ήμουνα σίγουρος ότι ο ίδιος που προσπαθούσε να με εκθέσει είχε ξεθάψει το πτώμα . Μα είδα το «πτώμα» ολοζώντανο , πριν από λίγο. Έδειχνε απίστευτα υγιές για ξεθαμμένο πτώμα.
Δεν μπορούσα να σκεφτώ ψύχραιμα , ούτε να οδηγήσω εδώ που τα λέμε. Ήταν θαύμα που έφτασα ζωντανός στο σπίτι. Έβαλα θερμόμετρο και είχα 39+ , την είχα αρπάξει και τώρα να δω πως θα έψαχνα να βρω τις απαντήσεις , που χρειαζόμουν , προτού ο διώκτης μου με καταστρέψει.
                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Δεν κοιμήθηκα ούτε λεπτό .Όχι μόνο γιατί ψηνόμουν στον πυρετό , αλλά γιατί ήμουν τόσο φοβισμένος και ανίκανος να βρω τις εξηγήσεις , που χρειαζόμουν για να νοιώσω πάλι την λογική να επιστρέφει στο άρρωστο μυαλό μου.
Κάτι τα αντιπυρετικά , κάτι η αντιβίωση, που βρήκα στο φαρμακείο του σπιτιού και πήρα , πρέπει κοντά στα χαράματα να με πήρε ο ύπνος . Φυσικό αφού ήμουν διπλά εξαντλημένος. Το κουδούνι της εισόδου με ξύπνησε . 
Μια μάτια στο ρολόι και το δέκα παρά κάτι , που είδα , με έκανε να πεταχτώ από το κρεβάτι. Ο μπάτσος , ο Αργυρόπουλος ή όπως στον διάβολο, τον λέγανε. Έπρεπε να ανοίξω και να σουλουπωθώ λίγο . δεν έπρεπε να του δώσω την παραμικρή αφορμή.
«Καλημέρα σας. Αστυνόμος Αργυρόπουλος κύριε Θεοδώρου» μου απάντησε στο θυροτηλέφωνο . "Ανεβείτε στο τρίτο", του είπα , ανοίγοντας την πόρτα της εισόδου. Πετάχτηκα στο μπάνιο και έριξα κάμποσο νερό στο πρόσωπο μου. Ένας απίστευτος πονοκέφαλος , που έμοιαζε σαν ένα σφυρί να προσπαθούσε να μου σπάσει το κρανίο εκ των έσω, με ανάγκασε να πιω μια χούφτα σχεδόν ασπιρίνες , προτού τον αντιμετωπίσω.
Όταν χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος , προσπαθούσα να φορέσω το αριστερό μπατζάκι της φρεσκοσιδερωμένης μου φόρμας. Με απίστευτη προσπάθεια και χορευτικές κινήσεις , βρέθηκα στην πόρτα , έχοντας τελειώσει το ντύσιμο μου.
Άνοιξα και ένα 55αρης , καραφλός με κοιλίτσα , μέτριου αναστήματος , κακοντυμένος αλλά με κοφτερό βλέμμα άνδρας στεκόταν παρατηρώντας με ένα βλέμμα σαν του αρπακτικού. Ή έτσι μου φάνηκε . 
«Παρακαλώ αστυνόμε , περάστε» .τον προσκάλεσα. Έβαζα τον σατανά στο σπίτι μου , το ήξερα , αλλά τι να κάνω. Έπρεπε να μείνω συγκεντρωμένος και να ξεχάσω πυρετό και πονοκέφαλο.
«Ελπίζω , κύριε Θεοδώρου , να μην σας φέρνω σε δύσκολη θέση . Σας βλέπω και λίγο ωχρό. Αν δεν νοιώθετε καλά , θα μπορούσα να περάσω κάποια άλλη στιγμή». Ήταν τα πρώτα του λόγια όταν κάθισε στην πολυθρόνα του σαλονιού.
« Όχι» τον διαβεβαίωσα, θέλοντας να τελειώνω με δαύτον , μια ώρα αρχύτερα και να μην του δημιουργήσω την ιδέα , ότι κάτι ήθελα να κρύψω, « απλώς ένα ελαφρύ κρυολόγημα είναι. Να σας φέρω έναν καφέ ένα τσάι;; θα φτιάξω λίγο earl gray για μένα. Έχετε δοκιμάσει;; είναι σκούρο τσάι αρωματισμένο με περγαμόντο ή προτιμάτε ένα καφέ φίλτρου;;»
« Ένα τσάι , θα ήταν ότι πρέπει με αυτό το κρύο , ευχαριστώ»
ήταν η προτίμηση του. Σε πέντε λεπτά καθόμουν απέναντι του στην αγαπημένη θέση της Ελένης και τον παρατηρούσα καλύτερα. Το σακάκι από το κουστούμι του , ήταν τριμμένο στα χείλη από τα μανίκια και στο δίπλωμα του σβέρκου. Πρέπει να το είχε από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο , σκέφτηκα , γελώντας , μέσα μου. Τα κακοκομμένα νύχια και το σημεία σημεία αξύριστο πρόσωπο του , έδειχνε έλλειψη θηλυκού ενδιαφέροντος για την εμφάνιση του. 
Ξερόβηξε , προτού αρχίσει την «ανάκριση;;»
« Κύριε Θεοδώρου , είμαι εδώ για να σας ρωτήσω αν ξέρετε την δεσποινίδα Χαλκιοπούλου Ελένη. Οφείλω να σας ενημερώσω , ότι η δεσποινίς Χαλκιοπουλου έχει εξαφανισθεί εδώ και δυόμισι μέρες από την οικεία της , σύμφωνα με καταγγελία , που έκανε η αδελφή της , Σοφία Χαλκιοπουλου στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα. Σύμφωνα λοιπόν με την ανωτέρω δεσποινίδα , η αδελφή της έφυγε από το σπίτι για να έρθει στο δικό σας , μιας και όπως μας ανέφερε , διατηρούσατε, συγνώμη , διατηρείτε ερωτικό δεσμό».
Αρχισαμε………………….
                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
  Πόσο θα ήθελα αυτό το γαμημένο το σφυρί να σταματήσει να μου διαλύει την αυτοσυγκέντρωση μου. Πόσο θα ήθελα να ήμουν νηφάλιος και όχι κάτω από την επήρεια, χαπιών και αντιβίωσης. Να είχα καθαρή τη σκέψη μου, έτσι , που να του δίνω τις σωστές και καλοσχεδιασμένες απαντήσεις. Ακόμα και έτσι όμως , σίγουρα μπορούσα να χειριστώ την κουτοπονηριά ενός μεσήλικα και κακοντυμένου μπάτσου.
Κοιτάζοντας τον με το πιο αθώο ύφος , «έτσι είναι όπως σας τα είπε , μόνο , που η Ελένη έφυγε το πρωί για την σχολή της και μου είπε , ότι για κάνα δυο μέρες έπρεπε να συγκεντρωθεί στα μαθήματα της. Σπουδάζε
ι ξέρετε στο πολυτεχνείο». Ήταν η απάντηση μου. Τόσο ψύχραιμη , που ήθελα να δώσω συγχαρητήρια στο κάθαρμα , που έκρυβα μέσα μου τόσα χρόνια. Σχεδόν ήθελα να σηκωθώ , να με αγκαλιάσω και να με φιλήσω . οποία παράσταση!!!! αλλά ας μην θριαμβολογώ ακόμα.
«χθες μίλησα με τον περίπτερα , που έχει το περίπτερο , απέναντι από την είσοδο της πολυκατοικίας της. Πάντα μου λέει η Ελένη σταμάταγε να τον καληνυχτίσει , η να τον καλημερίσει , μιας και μόνο το βράδυ και το πρωί , κάθεται στο πόστο του. Όμως μόνο όταν βγήκε για να έρθει σε εσάς τον χαιρέτησε. Το πρωί δεν την είδε να γυρίζει σπίτι. Μήπως ξέρετε κάτι γι’ αυτό;», με ρώτησε και το πρόσωπο του έσκασε το πρώτο χαμόγελο από την ώρα που βρεθήκαμε. 
«Αγαπητέ μου αστυνόμε, δεν συνηθίζω να παίρνω στο κατόπιν τις κοπέλες , που συνδέομαι. Η Ελένη είναι μεγάλο κορίτσι . ανησυχώ βέβαια τώρα , που μου λέτε ότι δεν έδωσε για δυο μέρες το παρόν στο σπίτι της , αλλά εμένα μου είπε ότι θα είχε αρκετό διάβασμα . Ο Βασίλης, ο περιπτεράς με ξέρει 12 χρόνια , όσα ζω και στην γειτονιά. Παλιότερα δυο δρόμους πιο πάνω σε ένα άθλιο δυαρακι και τα τελευταία ένα –δυο χρόνια εδώ , σε αυτό το διαμέρισμα. Μπορεί να σας μιλήσει για το ήθος και τον χαρακτήρα μου, αν κατηγορούμαι φυσικά για κάτι». Έδειξα να εκνευρίζομαι , αλλά σας βεβαιώ δεν είχα τον παραμικρό φόβο , ότι μπορεί να με υποψιαζόταν. Τόσο σίγουρος. 
Βασικά ήταν σαν να τραβάγαμε ένα φανταστικό σκοινί. Αυτός στην μια άκρη και εγώ στην άλλη. Μόλις του έδωσα την ευκαιρία να μου δείξει , μέχρι που θα το τραβήξει. Για να δούμε λοιπόν ο κακοντυμένος δημόσιος υπαλληλάκος , τι θα κάνει , τώρα , που τάχα μου , εκνευρίστηκα;;
  Έγειρα προς το μέρος του , χαλαρός εσωτερικά , περιμένοντας την κίνηση του. Σύμφωνα με όσα τον είχα ψυχολογήσει θα το έβαζε στα πόδια , μιας και δεν είχε κανένα στοιχείο εναντίον μου.
  « Με παρεξηγήσατε , κύριε Θεοδώρου. Σας θεωρώ πανέξυπνο άνθρωπο και η ερώτηση μου ειχε να κάνει με την αστυνομική σας κατά κάποιον τρόπο , συγγραφική πείρα». Χ , πολύ εύσχημος τρόπος για να σαλπίσει  υποχώρηση. Ήμουν σίγουρος , τώρα πια ,ότι με θεωρούσε ένοχο , απλώς δεν θα με ζόριζε αν δεν ειχε κάποιας μορφής αποδείξεις. Τελικά , μάλλον τον είχα υποτιμήσει , όπως θα έλεγε και ο φίλος μου ο Κώστας από το Αγρίνιο , ήταν κναβ (κουνάβι) , ο τύπος , πονηρός και βρώμικος , μέχρι τα μπούνια.
  Σηκώθηκε αφου τον διαβεβαίωσα ότι αν μάθαινα ή σκεφτόμουν κάτι θα τον ενημέρωνα. Του πρότεινα να πεταχτεί μέχρι το πολυτεχνείο και να ρωτήσει για την Ελένη τους συμφοιτητές και τους καθηγητές της. δεν μπορεί κάποιος θα την ειχε δει. Αλλιώς κάτι θα της ειχε συμβεί στα σίγουρα. Έδειξα ιδιαιτέρα ανήσυχος και του ζήτησα πολλές φορές να μου τηλεφωνεί με ότι νεώτερο.
 «Σκέφτομαι να επισκεφτώ την Σοφία ,τωρα και να της συμπαρασταθώ , αν και δεν την είχα γνωρίσει προσωπικά , στο σύντομο χρόνο που είμαι με την Ελένη».
  Με χαιρέτησε και έφυγε , ενώ εγώ , παρά τον πυρετό και τον πονοκέφαλο , ετοιμάστηκα για την μεγάλη στιγμή. Θα ξαναέβλεπα το θύμα μου , ζωντανό .
  Σε δέκα λεπτά χτυπούσα το κουδούνι των κοριτσιών , αφου πρώτα χαιρέτησα τον καλό μου «φίλο» , Βασίλη. Κουτσομπόλης ο τυπος του κέρατα.
  Άκουσα την φωνή της να ρωτά ποιος είναι « Παύλος Θεοδώρου , δεσποινίς Χαλκιοπούλου», απάντησα.
  «Και τι θα θέλατε;;», ξαναρώτησε.
  «Να ανεβώ λίγο να μιλήσουμε για την Ελένη, αν δεν θα είχατε κάποια αντίρρηση», πρότεινα .
  «Θα προτιμούσα να μην το κάνετε κύριε Θεοδώρου, μέχρι τουλάχιστον να βρούμε τα ίχνη της αδελφής μου. Μέχρι τότε θα σας παρακαλούσα να μείνετε μακριά μου», μου είπε με απότομο τρόπο, σαν  να με κατηγορούσε για την εξαφάνιση της. Μα  …. αφου ήταν επάνω, άκουγα την φωνή της , την είχα δει . τι παιγνίδι έπαιζε και η Σοφία που ήταν κρυμμένη;;
  «Οκ δεσποινίς Σοφία, όπως θέλετε. Πάντως  πραγματικά ανησυχώ για την Ελένη . σας χαιρετώ», έκλεισα την συζήτηση μας , μην θέλοντας να την ζορίσω , περισσότερο.
  Απλώς θα την παρακολουθούσα και θα την αιφνιδίαζα .Έπρεπε να περιμένω να φύγει ο χαφιές περιπτεράς πρώτα και να τον αντικαταστήσει η χοντρή γυναίκα του , που δεν με ήξερε. Είχα λοιπον καιρό μέχρι το μεσημερι. Απέναντι ακριβώς υπήρχε ένα μικρό καφέ, που δεν θυμάμαι να είχα ποτε επισκεφτεί. Ιδανικό για να καθίσω και να παρακολουθώ την είσοδο της πολυκατοικίας της. Πήγα σπιτι έφτιαξα μια μπριζόλα χοίρινη και έκοψα μαρούλι για σαλάτα. Έφαγα με την ησυχία μου και κατά τις τρεις , βρέθηκα στο καφε.   Βγήκε από την πολυκατοικία της κατά τις πέντε , ντυμένη στην πέννα και την ακλούθησα όταν μπήκε στο λεωφορείο για το κέντρο. Κρύφτηκα πίσω από τους όρθιους επιβάτες στο πίσω μέρος , κοιτώντας την σαν χαζός. Ο τρόπος που περνούσε το χερι μεσα από τα μαλλιά της , τα κομψά της σκουλαρίκια, τα ίδια που  έβγαζε πριν ξαπλώσει στο κρεβάτι μου , όλα ήταν της Ελένης. Ήμουν σίγουρος πια , ότι ζούσε και όλα ήταν ένα κακό όνειρο . Κατέβηκε στην Σταδίου και αμέσως την πήρα στο κατόπιν. Σε μια καφετέρια ένας νεαρός , σηκώθηκε και την αγκάλιασε .Φιληθήκαν στο στόμα και κάθισαν σε ένα τραπεζάκι έξω , στο πεζοδρόμιο. Κάπου τον είχα ξαναδεί , αλλά που ;; και τότε μου ήρθε στο μυαλό. Ο τραγουδιστής του ροκ γκρουπ , που με ειχε πάει τις προάλλες να ακούσω. Ρε τι γίνεται εδώ;;     

                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

  Τους άφησα στα μέλια τους και πήρα ένα ταξί να γυρίσω σπιτι. Ήμουν ακομα πιο μπερδεμένος τωρα.
  Το κινητό μου χτύπησε και ήταν η Άννα. Ο Γιάννης έπρεπε να με δει επειγόντως. «Σε δέκα λεπτά το πολύ θα είμαι εκεί», την διαβεβαίωσα  και έδωσα καινούργιες οδηγίες στον οδηγό του ταξί  προτού βυθιστώ στο πίσω κάθισμα , προσπαθώντας να βάλω σε μια σειρά τα γεγονότα. Λογική σειρά εννοώ. Κάτι που να βγάζει νόημα.
 Φτασαμε στο Παγκράτι και μπήκα στον εκδοτικό οίκο. Καλημέρισα την Άννα και αυτή με έβαλε κατευθείαν στο γραφειο του Γιάννη. Ούτε  ιντερκομ χρησιμοποίησε αυτή την φορά. Κατάσταση έκτακτης ανάγκης ;;; όλα στα κόκκινα;; κάτι τέτοιο υποθέτω. Ο Γιάννης μόλις με είδε , ούτε , που μου είπε να κάτσω πριν αρχίσει να μου λέει, «έστειλα το μέλι , όπως είπαμε χθες , άλλα γύρισε πίσω , επειδή η ηλεκτρονική διεύθυνση δεν υπήρχε ή ήταν λάθος. Στις πέντε χθες , άλλα το είδα πριν από λίγο , μου έστειλαν από την ανυπαρκτη η λάθος διεύθυνση , ανάθεμα το διαδίκτυο, νέο μέιλ, που μου εδινε παράταση 24 ωρών , μέχρι να δώσει όλα τα στοιχεία στον τύπο .
  Μου έδωσε και μια διεύθυνση στο BlogSpot.com να δω ότι το μυθιστόρημα είναι εκεί ανηρτημένο με ημερομηνία 1,5 χρόνο πριν.
  Η Άννα μπήκε και βρήκε το μυθιστόρημα σου στο όνομα αυτής της χαλκιοτετοιας σε συνέχειες από την άνοιξη πέρσι μέχρι τρεις μήνες πριν μου το φέρεις εδώ, σαν δικό σου. Δυστυχώς Παύλο δεν μπορώ παρά να το αποσύρω , πριν καταστραφεί η φήμη και η αξιοπιστία των εκδόσεων μου. Έχω ήδη αναθέσει στους δικηγόρους μου την υπεράσπιση μας , δεχόμενος την γνώμη τους , ότι τα στοιχεία είναι αδιάσειστα εναντίον μας και ότι σε οπουδήποτε δικαστήριο , αυτή η χαλκιοετσι θα μας έπαιρνε και τα σώβρακα. Τους ανάθεσα επίσης και  την αγωγή εναντίον σου , για εξαπάτηση κλπ».
  Όσο μίλαγε , δεν με άφησε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Κάθε φορά , που προσπαθούσα να μιλήσω , ένα αυστηρό βλέμμα και μια του χειρονομία , με έκαναν να καταπίνω τις λέξεις μου. Τωρα που τελείωσε το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω , ήταν ένα ,  «Ας τα βρουν οι δικηγόροι μας ,τότε γίγαντα», προτού του γυρίσω την πλάτη και βγω χτυπώντας την πορτα, με την ματιά του να την νοιώθω σαν μαχαιριά ανάμεσα στις ωμοπλάτες μου.
 Η πορτα της κόλασης ειχε ανοίξει για τα καλά και έβλεπα τις φλόγες να τρεμοπαίζουν κάτω από τα καζανιά της. μην σας πω ότι ένοιωθα και την ζεστή τους.
  Το μόνο, που είχα να κάνω, να αποδείξω ότι η Ελένη δεν ειχε εξαφανιστεί και σε αυτό θα βοηθούσε ο καλός μου μπάτσος . Τον πήρα τηλέφωνο στο νούμερο που μου είχε δώσει. Ήταν το γραφειο του και έλειπε εκείνη την στιγμή. Άφησα το όνομα μου και μήνυμα να επικοινωνήσει επειγόντως μαζι μου για την υπόθεση της δεσποινίδας Χαλκιοπούλου. Πήγα σπιτι και έπεσα όπως ήμουν στο κρεβάτι. Μόνο τα παπούτσια μου έβγαλα , προτού βυθιστώ σε ένα γεμάτο εφιάλτες ύπνο.
 Ξύπνησα κατά τις οχτώ , κουρασμένος αντί για ξεκούραστος με το σφυρί να συνεχίζει να κοπανάει το κρανίο μου , αν και λιγότερο από χθες. Το θερμόμετρο έδειχνε 36 και 8 . πήγα στην κουζίνα και ετοίμασα ένα λουκούλλειο πρωινό. Ομελέτα με τέσσερα αυγά, φρέσκο χυμό πορτοκαλιού, ένα ποτήρι γάλα με δυο μεγάλα κριθαρένια παξιμάδια , δυο ζεσταμένα στο φούρνο μικροκυμάτων κρουασάν βουτύρου. Πεινούσα σαν λύκος. Κανονικά θα έπρεπε, με τα τελευταία γεγονότα να μου ειχε κοπεί η όρεξη δια παντός , όμως φαίνεται ότι όσο χειροτέρευαν οι καταστάσεις, τοσο περισσότερο μου άνοιγε η όρεξη .
  Χε χε, μια εικόνα μου πέρασε από το μυαλό , εγώ στην φυλακή με στολή καταδίκου και 200+ κιλά χα χα.
 Δεν πρόλαβα να το διασκεδάσω αρκετα , γιατί το τηλέφωνο μου χτύπησε και ο αστυνόμος Αργυρόπουλος με καλημέρισε από το ακουστικό. «Μου είπαν ότι κάτι έχετε να μου πείτε για την δεσποινίδα Χαλκιοπούλου  , κύριε Θεοδώρου».
  «Αστυνόμε , έχω καλά νέα για σας και για όλους μας. Η Ελένη εμφανίστηκε , την είδα χθες και είναι στο σπιτι της», σχεδόν του φώναξα ,με χαρά .
  «Περίεργο, από χθες είπατε;; σήμερα πρωί πρωί πέρασε η αδελφή της με τον δικηγόρο από εδώ και καταθέσαν μήνυση εναντίον σας για λογοκλοπή. Δεν θα έπρεπε να μου το αναφέρει;;» , με αποστόμωσε.
 «Αλήθεια τι είναι αυτή η ιστορία με το βιβλίο που διατείνεται ότι κλέψατε από την αδελφή της;; νομίζω ότι θα πρέπει να τα ξαναπούμε από κοντά. Τι θα λέγατε για μια βόλτα από το τμήμα του Παγκρατίου σήμερα το απόγευμα;;» συνέχισε.
  «Κύριε αστυνόμε , νομίζω δεν ακούτε τι σας λέω. Η Ελένη είναι στο σπιτι της , άσχετα με τι λέει η αδελφή της . Έλατε εδώ να το διαπιστώσετε ιδίοις ομμασι». Τον διεκοψα.
 Ακολούθησε μια σιωπή ολίγων δευτερόλεπτων , προτού μου ανακοινώσει ότι θα είναι στο σπιτι της Ελένης στις 10.00 πμ ακριβώς και με παρακαλούσε να τον περιμένω στην είσοδο.
 Επιτέλους θα άρχιζα να ξετυλίγω το μπερδεμένο κουβάρι . Άπαξ και την ξεμπρόστιαζα , θα ασχολιόμουν και με την «λογοκλοπή» . η συνομωσία ήταν πλέον φανερή. Μια στημένη άπατη για να με εκβιάσουν. Όμως δεν θα τους περνούσε. Ήμουν πολύ πιο έξυπνος από όλα αυτά τα ανθρωπάκια. Και ο νάνος εκδότης;; έτοιμος να με προδώσει;; θα τον έγδυνα στα δικαστήρια. Θα του έπαιρνα τα πάντα . Θα τους έδειχνα εγώ ποιος είμαι .

                                      ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Στις  δέκα παρά πέντε , ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας με τον Βασίλη απέναντι μου , αφου χαιρετηθήκαμε , να με παρακολουθεί καλά καλά. Ο αστυνόμος φάνηκε συνεπής στο ραντεβού του. χτύπησε το κουδούνι και ανήγγειλε στην Ελένη;; την παρουσία μας και τον λόγο της επίσκεψης. Μας άνοιξε την πορτα και στο ασανσέρ , του έδειχνα φωτό από μενα και την Ελένη , μαζι στο Ναύπλιο , όπως και δίκες της από το σπιτι μου και άλλα μέρη , που είχαμε βρεθεί. Όσο τις έδειχνα ειχε ένα περίεργο χαμογελο , σαν κάτι να τον διασκέδαζε , άλλα προβλημάτιζε κιόλας.
 «Κύριε Θεοδώρου , κάντε υπομονή και είμαι σίγουρος η δεσποινίς Χαλκιοπούλου , θα μας δώσει τις κατάλληλες εξηγήσεις.
Μάλλον η ερωμένη σας δεν σας τα ειχε πει όλα .  Τέλος πάντων , θα δείτε μόνος σας σε λίγο» απάντησε , μπερδεύοντας με ακομα περισσότερο , πάνω που νόμιζα ότι έχω βρει τις απαντήσεις. Δεν πρόλαβα να αρθρώσω άλλη λέξη , μιας και φτασαμε στον όροφο των κοριτσιών , εκεί που στην είσοδο του διαμερίσματος , περιμενε σοβαρή , σοβαρή η Ελένη.
 Φανταστείτε την έκπληξη μου όταν ο Αργυρόπουλος την χαιρέτησε , λέγοντας,  «καλημέρα σας δεσποινίς Σοφία, ξέρω την γνώμη που έχετε για τον κύριο Θεοδώρου και για την δικαστική σας διαμάχη , άλλα επέμενε ότι είδε την αδελφή σας ζωντανή και να μπαίνει στην πολυκατοικία σας. Φαίνεται ότι η αδελφή σας δεν του ειχε μιλήσει για σας , την δίδυμη πανομοιότυπη αδελφή της».  Ένοιωσα τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα ποδια μου και ευτυχώς , που στηρίχτηκα στον τοίχο , αλλιώς θα έπεφτα.
Με χίλια ζόρια σύρθηκα μεσα στο διαμέρισμα , για να καταρρεύσω στην κοντινότερη από τις δυο πολυθρόνες του σαλονιού. Σαν μεσα σε ομίχλη , έβλεπα την Σοφία , να φέρνει και να δείχνει φωτογραφίες από εκείνη και την Ελένη. Με ένα βουητό στα αυτιά μου άκουγα να εξηγεί ότι ήταν μονοζυγωτικά δίδυμα , δηλαδή όμοια δίδυμα . Τοσο όμοιες που δεν υπήρχε τρόπος να τις ξεχωρίσεις , εμφανισιακά. Άλλα τοσο διαφορετικές σαν χαρακτήρες. Η Σοφία , κλειστή σαν στρείδι , άνθρωπος που δεν έβγαινε και λάτρης των μαθηματικών. Η Ελένη όλο εξωστρέφεια και της διασκέδασης , λάτρης της ελληνικης γλώσσας αλλά δεν την αφήναν αδιάφορη και τα μαθηματικά. Όμως οι δυο τους ένοιωθαν η μια τα συναισθήματα της άλλης ακομα και από μακριά. « Είμαι σίγουρη ότι η αδελφή μου είναι νεκρή , κύριε αστυνόμε , μιας και έχω να αισθανθώ τι νοιώθει από την μέρα που χάθηκε», απευθύνθηκε στον Αργυρόπουλο στο τέλος .
  Στα πρόθυρα ενός εγκεφαλικού , ζήτησα συγγνώμη και από τους δυο τραυλίζοντας , ένα «δεν ήξερα», προτού κατέβω τρέμοντας  με το ασανσέρ και κατευθυνθώ στο διαμέρισμα μου. Ούτε ο αστυνόμος ούτε η Σοφία , με σταμάτησαν. Μπροστα μου βρέθηκε το Ζ4 και εγώ σε δευτερόλεπτα , πίσω από το τιμόνι του έβαλα πλώρη για την Πάρνηθα. Πρέπει να έτρεχα πολύ , γιατί σε κείνη την στροφή βρέθηκα τελείως στο άλλο ρεύμα και έπεσα με όλη την ταχύτητα πάνω στην μούρη του φορτηγού.
Ένοιωσα κάτι να με κτυπάει στο κεφάλι και τα ποδια μου να χώνονται μεσα σε καυτά μέταλλα. Όλα σκοτείνιασαν , για να συνέρθω , μετά από ώρες
 Πάνω μου στο ταβάνι , μια σειρά από φωτά φθορίου .
«Γιατρέ», άκουσα μια γυναικεία φωνή, «άνοιξε τα μάτια του».
  Ένα στρογγυλό πρόσωπο με γκρίζο μούσι και στρογγυλά γυαλιά , μπήκε στο οπτικό μου πεδίο.
 «Κύριε Θεοδώρου», είδα το στόμα του να κινείται και άκουσα την φωνή του, «αν με ακούτε ανοιγοκλείστε δυο φορές τα μάτια σας.
 Το έκανα αν και με κάποια δυσκολία. Ένοιωθα κάποιους μουδιασμένους πόνους σε διάφορα σημεία του σώματος να ξυπνάμε σιγά , μαζι με μενα. Προσπάθησα να σηκώσω τα χέρια μου αλλά δεν τα κατάφερα , ούτε και το κεφάλι μου μπορούσα να γυρίσω , δεξιά , αριστερά.
  Ο μουσάτος , μου συστήθηκε σαν καθηγητής Γεωργαλής, δόκτωρ νευροχειρουργικής Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, όπου είχα διαμετακομιστεί , μετά από σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα , όπου τραυματίσθηκα σοβαρά στο κεφάλι , στα κάτω άκρα και στην μέση μου. Αυτό έλαβε χωρά πριν από 23 μέρες . Ο γιατρός και η ομάδα του με κράτησαν ζωντανό , αν και σε κώμα αυτές τις μέρες. Υποβλήθηκα σε δεκάδες εγχειρίσεις . «Δυστυχώς αγαπητέ, το τραύμα του εγκεφάλου , κατέστρεψε το κέντρο της ομιλίας . θα ακούτε τα πάντα άλλα δεν θα ξαναμιλήσετε ποτε. Επίσης δεν θα μπορέσετε να περπατήσετε και ίσως μετά από πολύ φυσιοθεραπεία , θα μπορέσετε να κινήσετε τα χέρια σας.  Το αυτό ισχύει και για τον λαιμό σας. Είναι θαύμα , που είσαστε ακομα ζωντανός», τελείωσε το ιατρικό ανακοινωθέν του. «Ζωντανός ;;» σκέφτηκα, μάλλον μας δουλεύει ο κύριος καθηγητής. Το μονό που εχει μείνει ζωντανό είναι το μυαλό και τα μάτια μου. Μακάρι να είχαν πεθάνει και αυτά μαζι με τον υπόλοιπο Παύλο. « μέρες τωρα κύριε Θεοδώρου , ζητεί να σας δει η αστυνομία. Κάποιος αστυνόμος Αργυρόπουλος. Δεν σας πειράζει να τον ειδοποιήσω , πιστεύω;;» Αυτος μας έλειπε τωρα. Και να με πείραζε δηλαδή τι θα άλλαζε, ρε κόπανε;;
   Περίμενα να έχω πάθει κάποιο σοκ με όλα αυτά που άκουγα , άλλα φαίνεται το χτύπημα στο κεφάλι θα νέκρωσε και άλλα πράγματα , έκτος από την ομιλία και την κίνηση.
 Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου , ο Αργυρόπουλος με εκείνο το αιώνιο φθαρμένο , φθηνό του κουστούμι και με ένα περίλυπο , σαν ανθρώπου που εχει δυσκοιλιότητα ύφος στεκοταν από πάνω μου.
  «Καλησπέρα σας κύριε Θεοδώρου», χαιρέτησε και μου έδωσε την ευκαιρία να καταλάβω ότι ήταν απόγευμα , ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Κασέλα μου.
  Ξέρουμε πλέον ότι εσείς σκοτώσατε την Ελένη Χαλκιοπούλου. Στο Πορτ μπαγκαζ του αυτοκίνητου σας , βρέθηκε ένα ματωμένο χαλί , που συμφώνα με την οικονόμο του σπιτιού σας , ήταν στρωμένο στο σαλόνι σας. Τρίχες και αίμα , ταχτοποιηθήκαν βάσει DNA ,ότι ανήκουν στην δολοφονημένη. Λογω της κατάστασης σας , δεν μπορούμε να έχουμε την απολογία σας . όπως και τις εξηγήσεις για κάποια γεγονότα , περίεργα θα έλεγα.
 Ελέγχοντας τον υπολογιστή στο γραφειο σας και με τη βοήθεια της τεχνολογίας , αποδείξαμε ότι ο εκδότης σας λάμβανε αποκαλυπτικά για την λογοκλοπή μειλ από διεύθυνση που είχατε φτιάξει εσείς και χρησιμοποιούσατε από τον υπολογιστή σας. Το γιατί δεν θα το μάθουμε ποτε. Ούτε που βρίσκεται το πτώμα της Ελένης», σοκαρισμένος από την αποκάλυψη , ότι ο καταδότης του εαυτού μου είμαι εγώ , δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ , γελώντας στο μυαλό μου, «ούτε εγώ ξέρω που βρίσκεται αστυνόμε, ούτε εγώ».
  Επίσης μηνύματα με κραγιόν , με τον γραφικό σας χαρακτήρα , βρίσκονται παντού , μεσα στην τουαλέτα σας. Στον καθρέπτη στα πλακάκια , στα χείλη της μπανιέρας και της λεκάνης. Απειλές με την υπογραφή  ΕΛΕΝΗ .
  Οι τύψεις σας έκαναν να παρανοήσετε. Μακάρι να μπορούσα να μάθω , πως την σκοτώσατε και γιατί , άλλα οι γιατροί λενε ότι δεν θα μπορέσετε να μας το πείτε ποτε. Δεν μπορώ να σας στείλω στην φυλακή και να πατσίσω έτσι την φρικτή σας πράξη , αλλά και αυτό που θα ζήσετε , είναι μια μορφή κοσμικής τιμωρίας. Σας εύχομαι με όλη μου την καρδία να σαπίσετε στην κόλαση». Είπε και έφυγε , χωρίς καν να με χαιρετήσει.
 Από ότι κατάλαβα και εγώ το ίδιο, μου ευχόμουν. Τελικά ίσως δεν ήμουν το καΐκι , που πίστευα. Ένοιωθα τύψεις
  Το επόμενο πρωινό , δέχτηκα την επισκεψη της Σοφίας. Δεν την περίμενα για να είμαι ειλικρινής. Ήταν τοσο όμορφη και έμοιαζε τοσο στο μωρό μου την Ελένη . σαν πανομοιότυπες δίδυμες βέβαια.
  Με κοίταξε καλά καλά , ενώ το βλέμμα της έλεγχε και όλο μου το σώμα.
 « Παύλο , μπορώ να σε λέω Παύλο , έτσι δεν είναι;; άλλωστε έχουμε μοιραστεί και τα υγρά μας αρκετές φορές , άσχετα αν δεν το ήξερες. Χα», γέλασε με ένα σατανικο θαρρείς γέλιο, προτού μου εξηγήσει τι εννοούσε. Εγω και αυτή είχαμε κάνει σεξ ;; ποτε ;; πως ;;λες και διάβασε την σκέψη μου , έγειρε από πάνω μου λέγοντας, «όταν είμαστε πολύ μικρές με την Ελένη , δώσαμε μια υπόσχεση η μια στην άλλη , μετά από ένα καυγά για μια καινούργια κούκλα.  Πάντα θα μοιραζόμαστε τα πάντα στην ζωή. Τα πάντα Παυλάκη , κατάλαβες τωρα;; Στο Ναύπλιο , για παράδειγμα , ήμουν εγώ μαζι σου και όχι η Ελένη. Αν όλα πήγαινα καλά και δεν την σκότωνες για να κλέψεις το βιβλίο της , θα στο αποκαλύπταμε και θα μας είχες και τις δυο στο κρεβάτι σου , όπως μας ειχε ο Γιάννης ο τραγουδιστής γκόμενος μου.
  Βρήκαμε και την χειρόγραφη διαθήκη σου. Σπιτι και μετρητά τα άφησες στη κόρη του αδελφού σου στην Αυστραλία . τα δικαιώματα από τα βιβλία στην Ελένη . ο εκδότης σου ξαναέβγαλε το βιβλίο στην αγορά στο όνομα της Ελένης. Η δημοσιότητα  που γνώρισε η λογοκλοπή το εχει σπρώξει στα ουράνια. Κρίμα που η αδελφή μου δεν είναι εδώ για να δει την επιτυχία της. το πτώμα της  δεν ξέρω που το έβαλες . Το πήρες και το έθαψες άλλου . το γιατί μονό εσύ το ξέρεις. Το χαλί;; μονός σου το έβαλες στο Ζ4 , για να σε πιάσει η αστυνομία.
Αααααααααααα , μην ξεχάσω, μετά από όλα αυτά που έκανες για μενα και την αδελφή μου, βασικά για μενα , μιας και είμαι ο μόνoς κληρονόμος της, πήρα την άδεια να σε φροντίσω εγώ , στο σπιτι μου.
  Θα εισαι λοιπον του ….χεριού μου μέχρι να πεθάνεις Παυλούκο και να εισαι σιγουρος , πως δεν θα σε αφησω στιγμη να ξεχασεις , ότι σκοτωσες την αδελφη μου.
  Θα σε περιποιηθω αναλογα μεγαλε συγγραφεα».
  Το χαμογελο γυμνωσε τα δοντια της και μα τον θεο , ήταν σαν δοντια σαρκοβορου της ζουγκλας.
  Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ
 Ζω τωρα εδώ και ένα χρονο στην βιλλα, που αγορασε με τα λεφτα από τα δικαιωματα του βιβλιου της αδελφης της ,  με την Σοφια.
  Με αφηνει μέρες  κατουρημενο ή και χεσμενο στην πολυθρονα μου. Τα βραδυα , δεν με βαζει πια σε κρεββατι , άλλα εξω στην βεραντα ακομα και τον χειμωνα. Φροντιζει να μην αρρωστησω βεβαια βαρια και πεθαινοντας , χασει ολη την διασκεδαση.
  Όταν κανει σεξ με τους διαφορους εφημερους εραστες της, με ακινητοποιει μπροστα σε μια γιγαντια οθονη , να παρακολουθω τις ακολασιες της. Απαιτει από τους εραστες της να την αποκαλουν Ελενη και παντα με κοιταει, μεσα από την καμερα. Ξεχναει να μου δωσει νερο για μέρες . δυο τρεις φορες με αναγκασε να πιω τα ουρα μου. Μακαρι να πεθαινα .Αλλα δεν θα με αφησει.
 Τωρα τελευταία , μου αποκάλυψε, αλήθεια ή ψέματα , ποιος ξέρει ;; ότι αυτή είναι η Ελενη και ότι την Σοφία σκότωσα. Την πιστεύω γιατί τωρα πια την αγαπώ , όποια και αν είναι.
  Τ Ε Λ Ο Σ
ΣΕΛΙΑΝΙΤΙΚΑ 19/09/13 12.47 μμ